Οι δημοσιονομικοί κανόνες δεν είναι για το θεαθήναι

Οι επενδυτές πιθανότατα έσωσαν την υπουργό Οικονομικών της Βρετανίας: Πουλώντας περιουσιακά στοιχεία σε στερλίνες, οι επενδυτές πιθανότατα διατήρησαν τη Ρέιτσελ Ριβς στη θέση της. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές αρχικά αντέδρασαν ελάχιστα στην αποτυχία της κυβέρνησης να λάβει έγκριση από τη δική της κοινοβουλευτική ομάδα για εξοικονομήσεις στον προϋπολογισμό μέσω περικοπών επιδομάτων αναπηρίας. Αλλά όταν ο πρωθυπουργός δεν δήλωσε ότι η εμφανώς αναστατωμένη Ριβς θα παρέμενε στη θέση της, επήλθε ξεπούλημα, με την απόδοση του 10ετούς ομολόγου να αυξάνεται κατά 16 μονάδες βάσης την ημέρα στο 4,61% και τη στερλίνα να υποχωρεί κατά 0,9% έναντι του δολαρίου. Η υπουργός έχει γίνει συνώνυμη με δημοσιονομικό κανόνα κάλυψης των καθημερινών δαπανών με φορολογικά έσοδα. Οι αγορές ανησυχούν ότι εάν η υπουργός φύγει, αυτή η δημοσιονομική πειθαρχία θα την ακολουθήσει. Η αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος διαφώνησε υπέρ υψηλότερων δημόσιων δαπανών. Αυτό διακινδυνεύει να θέσει εκτός πορείας την προγραμματισμένη δημοσιονομική εξυγίανση της κυβέρνησης. Μετά το ξεπούλημα, ο πρωθυπουργός έδωσε στην υπουργό την «πλήρη υποστήριξή» του.

Ορισμένοι πολιτικοί των Εργατικών προφανώς δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί η κυβέρνηση προχώρησε στα αντιδημοφιλή μέτρα αύξησης του φόρου μισθοδοσίας και προσπάθειας μείωσης των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας για να παραμείνει εντός στόχων. Ωστόσο, κατά την άποψή μας, η αγορά ομολόγων έλεγε ήδη εμφατικά στην κυβέρνηση ότι δεν θα ανεχθεί δημοσιονομική ολίσθηση πριν από το ξεπούλημα της Τετάρτης. Οι επενδυτές ήδη απαιτούσαν υψηλότερες πληρωμές τόκων για να δανείσουν στην κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου σε μακροπρόθεσμη βάση από ό,τι από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση ανεπτυγμένης αγοράς. Η ενέργεια της υπουργού Οικονομικών να εμποδίσει το Γραφείο Προϋπολογιστικής Ευθύνης να αυξήσει την πρόβλεψη δανεισμού του έδωσε στους επενδυτές κάποια εμπιστοσύνη ότι η κυβέρνηση θα αυστηροποιούσε τη δημοσιονομική πολιτική. Αυτό είναι απαραίτητο για να αποφευχθεί η μη βιώσιμη αύξηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, οδηγώντας σε αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις αποπληρωμές στο μέλλον και σε υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων.

Το ξεπούλημα οφείλεται στην αύξηση των πραγματικών αποδόσεων και όχι στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό. Αυτό υποδηλώνει ότι οι επενδυτές έχουν πίστη ότι μια ανεξάρτητη Τράπεζα της Αγγλίας (BoE) θα καταφέρει να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο του 2%. Παρ’ όλα αυτά, η μαζική πώληση δεν επηρέασε την εκτίμηση για δύο ακόμη μειώσεις επιτοκίων φέτος. Μια χαλαρή δημοσιονομική πολιτική θα σήμαινε ότι η BoE θα έπρεπε να ορίσει υψηλότερα επιτόκια για το επόμενο χρονικό διάστημα.

Ο Αντριου Γουίσαρτ είναι Senior οικονομολόγος της Berenberg στη Βρετανία. Το άρθρο αποτελεί σύνοψη εκτενέστερης ανάλυσης της γερμανικής τράπεζας για τους πελάτες της