Οι χρυσαλλίδες της ρευστής πραγματικότητας

Ο πολωνός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν (1925-2017) εισήγαγε την έννοια της ρευστής (liquid) νεωτερικότητας αποδίδοντάς της χαρακτηριστικά που ενισχύουν την αίσθηση της αβεβαιότητας και της αμφιθυμίας στο άτομο. Πρόκειται για μια χαοτική συνέχεια της νεωτερικότητας, κατά την οποία μπορεί κανείς να μετακινείται από τη μία κοινωνική θέση στην άλλη με ρευστό τρόπο. Η ιδέα του πολωνού στοχαστή περί τη ρευστότητα συμφύεται με τη σημασιολογική μεταβλητότητα (fluidity) των πραγμάτων και των όντων· εξηγεί τον νομαδισμό ως γενικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου προνομιούχου ανθρώπου, ο οποίος μετακινείται, δηλαδή ρέει, στη ζωή του σαν τουρίστας, αλλάζοντας τόπους, δουλειές, συζύγους, αξίες και συχνάκις τον πολιτικό ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό, απομονώνοντας τον εαυτό του από τα παραδοσιακά δίκτυα και τις κοινότητες, επειδή νιώθει ότι έτσι απελευθερώνεται από τους περιορισμούς και τις απαιτήσεις που συνοδεύουν την ένταξη σε αυτές τις κοινότητες. Κοντολογίς, τα παραδοσιακά δίκτυα και πρότυπα αντικαθίστανται από αυτά που επιλέγει το ίδιο το άτομο, όπως και όποτε το επιλέγει.

Η ρευστότητα αφορά την κατάσταση της ομαλής μεταβολής, της προσαρμοστικότητας ή απλώς της ροής· επηρεάζει διάφορες καταστάσεις, αλλά και αφηρημένες έννοιες, όπως τις ιδέες και τις ταυτότητές μας· αυτή η έλλειψη σταθερότητας θεωρείται πλέον «χαριτωμένη», και την εκλαμβάνουμε ως μεταμόρφωση μιας χρυσαλλίδας· η ευκολία αλλαγής χωρίς αντίσταση είναι συνήθης και μάλλον αδιάφορη. Ετσι λοιπόν η ρευστότητα σε κοινωνικό πλαίσιο, ιδίως σε σχέση με την ταυτότητα φύλου και τη σεξουαλικότητα δεν μας ταράζει, εφόσον εκφράζει μια απολύτως αποδεκτή αλλαγή στην πάροδο του χρόνου. Η ευελιξία και προσαρμοστικότητα δεν αφορούν μόνο σε έννοιες, ιδέες, συμπεριφορές ή σχέσεις, αλλά και στη ρευστότητα του χρόνου ή στη μεταβαλλόμενη φύση της αλήθειας των πληροφοριών και της επιστημονικής γνώσης, που υπάγονται αμέριμνα και μάλλον ξέγνοιαστα σε καθεστώς σχετικισμού. Στους τουρίστες ο Μπάουμαν αντιπαραβάλλει τους απόκληρους, τους πλάνητες, δηλαδή τους περιττούς πληθυσμούς, τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, που αποτελούν τα ανθρώπινα απόβλητα της παγκοσμιοποίησης· πρόκειται για την αναπόφευκτη παρενέργεια της οικονομικής προόδου και της ένταξης σε ένα κοινωνικό ή εισοδηματικό στρώμα, που αποτελεί χαρακτηριστικό της νεωτερικότητας.

Διαμορφώθηκε, λοιπόν, μια κανονιστική νοοτροπία που επιμένει στην αλλαγή και όχι στη διατήρηση, που βολεύεται σε μια εννοιολογική ή ταυτοτική εφημερία, στην προσωρινότητα αντί για τη μόνιμη ή σταθερή δέσμευση σε σχέσεις· αυτό το νέο στυλ έχει οδηγήσει το άτομο σε μια φυλακή της δικής του υπαρξιακής αναζήτησης ή σε νεοπαγή τεχνολογικά, δηλαδή εκκοσμικευμένα, συστήματα που επιλέγονται ως ψευδαίσθηση για την όποια υπαρξιακή νοηματοδότηση ατόμων και ψευδώνυμων ομάδων. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ρευστότητας τα εκσυγχρονισμένα κράτη βρέθηκαν θεσμικά – και ιδεολογικά – απροετοίμαστα, εφόσον η ραγδαία εξέλιξη της «ροής» έπιασε σε πολιτειακό κώμα τις δυτικές δημοκρατίες. Οι σύγχρονες πολιτείες και τα ιδεολογικά συγκροτήματά τους προάγουν την αυτονομία του ατόμου, δηλαδή την ικανότητα του κοινωνικώς δρώντος υποκειμένου να αλλάζει και να μετασχηματίζει τον κόσμο κατά τη βούλησή του, όπως ήδη σημειώσαμε· συνάμα όμως ανακατασκευάζουν ή επανασυστήνουν τη χαμένη κοινότητα, καταλύοντας περίτεχνα την εξατομίκευση. Δυτικοί και αλλογενείς διατελούμε αλλόφρονες, τα θρησκευτικά δόγματα και οι παραδοσιακές σταθερές μας λυγίζουν υπό τη λογικώς αβάσταχτη εμπειρία μας σε βία, ασάφεια, μισαλλοδοξία, φόβο, αλλά κυρίως σύγχυση: τα μέσα επικοινωνίας μάς εξηγούν την πραγματικότητα με κριτήρια της άρχουσας ιδεολογίας και συνεπώς μας καθοδηγούν, εμβολιάζοντας την είδηση με αξιακώς καινοφανή κοινωνικά πρότυπα ηθικής.

Μπορεί οι τουρίστες και οι απόκληροι κατά τον Μπάουμαν να ενσαρκώνουν εύστοχα τις παρενέργειες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και οιονεί προόδου, αλλά όλοι μας υπαγόμαστε αδιακρίτως στο καθεστώς της σύγχυσης, το οποίο εδραιώθηκε αρραγές και εξουδετερώνει τον νηφάλιο στοχασμό, την ψυχραιμία, τον διάλογο και την αποδοχή του άλλου, εφόσον, πράγματι, αυτός ο «άλλος» έχει συνήθως τα απροσδιόριστα χαρακτηριστικά της υπό μεταμόρφωση χρυσαλλίδας. Στις καθ’ ημάς κοινότητες η αγκαλιά για τον «άλλο» αποτελεί κραταιό χαρακτηριστικό τους, αλλά και το πρόταγμα υπέρ της εθνικής διαιώνισής μας δεν πάει παραπίσω· ούτε πρέπει να υποχωρήσει.

Ο Κώστας Θεολόγου είναι διευθυντής του Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής ΕΜΦΕ ΕΜΠ