
Η επιλογή της κυβέρνησης να ελιχθεί στο εν εξελίξει μέτωπο του ΟΠΕΚΕΠΕ με την ντρίμπλα της Εξεταστικής Επιτροπής, αντί Προανακριτικής, οδηγεί αυτομάτως σε δύο δεδομένα που τη βολεύουν. Πρώτον, θα ανοίξει το χρονικό βάθος της διερεύνησης πέραν της διακυβέρνησης της ΝΔ (αυτήν ωστόσο αφορά η δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας), φτάνοντας στο μακρινό 1998. Συνεπώς το Μαξίμου θα επιδιώξει να κατευθύνει τη συζήτηση και στις περιόδους διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ στη λογική της διακομματικής, διαχρονικής ευθύνης για την αμαρτωλή ιστορία. Δεύτερον, θα αναζητηθούν πολιτικές ευθύνες, όχι ποινικές, καθώς αυτό είναι το αντικείμενο μιας Εξεταστικής.
Παρότι το Μαξίμου θέλει να λέει – διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις – ότι δεν προκαταλαμβάνει την έκβαση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, επιμένει αφενός ότι η πολιτική ευθύνη αναλήφθηκε (με τις εξόδους κυβερνητικών στελεχών), αφετέρου ότι στις 3.000 σελίδες της δικογραφίας δεν υπάρχουν ενδείξεις για ποινικές ευθύνες υπουργών. Υπάρχει κάτι ακόμα: η μετωπική σύγκρουση με το Μαξίμου σύσσωμης της αντιπολίτευσης, που καταγγέλλει προσπάθεια για «μπάζωμα» ενός σκανδάλου. Το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τη Νέα Αριστερά έφεραν τα δικά τους κατηγορητήρια (τα ίδια κακουργήματα που αναγράφονται προς διερεύνηση στη δικογραφία) για Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη. Εκτός από τα δεδομένα, τα κόλπα του Μαξίμου γεννούν ερωτήματα.
Ο κίνδυνος παραγραφής: Ακόμα και στις τάξεις των συνταγματολόγων υπάρχει η ερμηνεία ότι ζήτημα αποσβεστικής προθεσμίας (παραγραφής αδικημάτων, δηλαδή) δεν υπάρχει για όσα έχουν γίνει από τον εφαρμοστικό νόμο και μετά και όχι από την αλλαγή του Συντάγματος το 2019. Οι εντεταλμένοι της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας το αναφέρουν μάλιστα, πως δυνητικά υπάρχει ερμηνεία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραγραφή, και σε αυτό πατούν στελέχη της αντιπολίτευσης, ενώ ο Πρόεδρος της Βουλής Νικήτας Κακλαμάνης έχει αναφέρει ότι κατά τους Ευρωπαίους Εισαγγελείς η 6η Οκτωβρίου 2025 είναι αποσβεστική ημερομηνία «για τον έναν εκ των δύο εγκαλούμενων συναδέλφων» – τον Βορίδη.
Η ευρωπαϊκή διάσταση: Η κυβέρνηση αντιλήφθηκε ότι δεν θα μπορούσε να αγνοήσει πλήρως τη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όμως με την Εξεταστική βάζει σε άλλες ράγες την υπόθεση, όχι σε εκείνες της διερεύνησης ποινικών ευθυνών για συγκεκριμένη περίοδο (2019-2024) και για συγκεκριμένα πρόσωπα, ούτε στο θέμα των παράνομων επιδοτήσεων, αλλά κυρίως σε εκείνο των διοικητικών παθογενειών. Κι όμως, υπήρξαν ακόμα και στο γαλάζιο στρατόπεδο στελέχη που έλεγαν ότι δεν θα πρέπει να δοθεί εντός και εκτός η εικόνα μη διευκόλυνσης του έργου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Παράλληλα η αξιολόγηση υλικού δεν έχει ολοκληρωθεί, άρα δεν προβλέπονται εύκολα τυχόν επόμενες κινήσεις των Ευρωπαίων Εισαγγελέων.
Ανοιχτή διαδικασία: Η Εξεταστική θα έχει ανοιχτά μικρόφωνα, με προδιαγεγραμμένα τα υψηλά ντεσιμπέλ της πολιτικής αντιπαράθεσης, παρότι η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η πρότασή της «δεν είναι συγκρουσιακή». Κυρίαρχη εκτίμηση των αναλυτών είναι ότι ο (πολιτικός) αντίκτυπος του ΟΠΕΚΕΠΕ θα καθοριστεί από το κλίμα της Εξεταστικής, κοινώς από τους χειρισμούς της κάθε πλευράς εντός αιθούσης. Πόσω μάλλον την ώρα που φαίνεται να έρχεται μια αχανής διαδικασία.
Μαξίμου υπό πίεση: Η αντιπολίτευση κατηγορεί το Μαξίμου ότι υπέκυψε σε «εκβιασμούς» στελεχών – για «αδύναμο Πρωθυπουργό» μίλησε ανοιχτά ο Νίκος Ανδρουλάκης. Το βέβαιο είναι ότι με την Εξεταστική υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια αποσυμπίεσης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ και ότι το Μαξίμου παρακολουθούσε τη διχογνωμία ενδοκυβερνητικά για τον χειρισμό της υπόθεσης. Και σίγουρα δεν θα ήθελε να έχει να διαχειριστεί – το λιγότερο – κινήσεις «εκτός γραμμής» σε μυστική ψηφοφορία, άρα ζυγίστηκε το κόστος.
Προβλήματα κάτω από το χαλί: Είναι σαφές το πλήγμα στο κυβερνητικό αφήγημα περί αποτελεσματικότητας στην αναμέτρηση με το «βαθύ κράτος», εξού και το Μαξίμου πασχίζει να αντιστρέψει το κλίμα με δεσμεύσεις ότι «θα υπάρξει κάθαρση». Η Εξεταστική θα τρέχει κατά την παραδοσιακή πολιτική αφετηρία του φθινοπώρου, ταυτόχρονα άρα με την απόπειρα του Μητσοτάκη για φυγή προς τα εμπρός με παροχές και εξαγγελίες – και με τον κίνδυνο άλλο ένα πρόβλημα να μείνει σε δεύτερο πλάνο ή να επιχειρηθούν «μπαλώματα».