Ο εχθρός που έπεσε μόλις τον αγάπησαν

Ηταν ο βεδουίνος νασερικός κινηματίας λοχαγός, νομικός, πρώην κυνηγημένος ακτιβιστής και θεωρητικός συγγραφέας του πασίγνωστου εγχειριδίου με τίτλο «Πράσινο Βιβλίο», που στην Ελλάδα της πρώιμης Αλλαγής η κυβέρνηση Παπανδρέου το εξυμνούσε ως μοντέλο που θύμιζε το… πολίτευμα της αρχαίας Αθήνας και τον συγγραφέα του ως μέγα προοδευτικό επαναστάτη. Ισως δεν είναι ευρέως γνωστό ότι ο Καντάφι ήταν λοχαγός και αρχηγός όταν ξέσπασε το κίνημα και έγινε συνταγματάρχης αφού επικράτησε. Λίγους μήνες αργότερα, Αγγλοι και Αμερικανοί αποσύρονταν από τη χώρα έπειτα από δεκαετίες κυριαρχικής παρουσίας. Και ενώ αυτά κάθε άλλο παρά λίγα είναι, ο Μουαμάρ Καντάφι ήταν πολύ περισσότερα, κυρίως διαβόητα, με κυριότερα το σκληρότατο αιματηρό καθεστώς του, τις εμπλοκές σε υποθέσεις διεθνών τρομοκρατικών επιθέσεων μεγάλης κλίμακας, μα και σε μεγάλης σημασίας υποθέσεις διαφθοράς σε δυτικές δημοκρατίες: εκεί, βεβαίως, όχι μόνος του.

Με όλα αυτά δεδομένα, ο Καντάφι, όπως αντίστοιχα και ο Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, ήταν όμως και κάτι περισσότερο, που αναγνωρίστηκε αργά, σχεδόν στο τέλος του, ακόμα και από τους πιο σκληρούς εχθρούς του, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες: πυλώνας σταθερότητας εν μέσω ενεδρεύοντος χάους. Αναγνώριση που έφτασε στο σημείο εκείνοι που επί Ρίγκαν, το 1984, έστειλαν μαχητικά στην έρημο να τον σκοτώσουν να ανοίξουν το 2006, επί Τζορτζ Μπους του νεότερου, πρεσβεία στην Τρίπολη. Μέχρι που ένα άλλο γεγονός, εσωτερικό τους, έφερε τα πάνω κάτω παντού: η εκλογή Ομπάμα, που συνοδεύτηκε από πρωτοφανή πλήρη αδιαφορία για τη στρατηγική παρουσία των ΗΠΑ στον κόσμο, οδηγώντας ευθέως σε γεγονότα όπως η ρωσική κατάληψη της Κριμαίας και η λεγόμενη Αραβική Ανοιξη που έριξε με πάταγο τον Καντάφι και από το 2011 έγινε η αρχή του τέλους μιας σταθερότητας ευρείας κλίμακας, ενώ είχε και εξαιρετικά αμφίβολο αποτέλεσμα υπέρ της δημοκρατίας. Και, ασφαλώς, συνιστά τη μητρική αιτία για τη χείριστη τροπή που έχουν λάβει πλέον και οι σχέσεις της Λιβύης με την Ελλάδα, με την Τρίπολη να έχει καταντήσει πλέον τουρκική μαριονέτα στην εξωτερική πολιτική, κάτι επί Καντάφι εντελώς αδιανόητο.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε θερμότατο πολυεπίπεδο δεσμό με τον συνταγματάρχη. Κατάφερε να φέρει μυστικά σε συνάντηση μαζί του τον Φρανσουά Μιτεράν στην Ελούντα της Κρήτης για τη διαμάχη τους στο Τσαντ, για την οποία, πάντως, αν και κατέληξαν σε συμφωνία, ο Μιτεράν φέρεται ότι μετάνιωσε.

Για τον Καντάφι, η Ελλάδα κάθε άλλο παρά μοιραία υπήρξε από την πρώτη κιόλας στιγμή. Οπως και εκείνος για αυτήν. Ο παναραβιστής σκληρός εθνικιστής ηγεμόνας με το ιδιότυπο περιτύλιγμα «μη δογματικού σοσιαλιστή» είχε εναργή, κυτταρική μνήμη της οθωμανικής κατοχής της Βόρειας Αφρικής. Και τη μισούσε.

Αν και ουδείς μπορεί να μιλά με βεβαιότητες για θέματα τέτοιας μορφής σε πολιτική ιστορία που δεν συντελέστηκε, όλα όσα συμβαίνουν σήμερα μεταξύ Τουρκίας, Λιβύης και Ελλάδας θα ήταν θεωρητικά αδύνατον να συμβούν με εκείνον στην εξουσία. Ούτε οι εμφύλιοι χωρίς τέλος ανάμεσα στους διαδόχους του, ούτε φυσικά το γεγονός ότι κατάντησαν την πάλαι ποτέ ισχυρή χώρα όχι απλώς κάτι που ουδεμία σχέση έχει με το «όραμα» της Αραβικής Ανοιξης, αλλά που από διεθνής παίκτης βρέθηκε υποχείριο και, πλέον, ουσιαστικά, νέο στρατιωτικό και διπλωματικό ορμητήριο της Αγκυρας. Χωρίς να νομιμοποιεί καμία του όψη, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι με τον Καντάφι, τον φρουρούμενο αποκλειστικά από σώμα επίλεκτων «Αμαζόνων», που έκλεβαν πάντα την παράσταση ακόμα περισσότερο και από τις μεγαλειώδεις τέντες που έστηνε σε κεντρικά πάρκα και πλατείες για να μείνει με την ακολουθία του επισκεπτόμενος τις μεγαλύτερες δυτικές πρωτεύουσες στο τέλος της ζωής του, το κατάντημα της Λιβύης θα ήταν αδιανόητο.

Η σχέση του Καντάφι με την Ελλάδα έφτασε στην κορύφωσή της με τον Ανδρέα Παπανδρέου, προκαλώντας τότε πλήθος τριβές του δεύτερου με τη Δύση, τριβές που αν μη τι άλλο ο Παπανδρέου έμοιαζε να επιθυμεί να προκαλεί. Αν και εν προκειμένω δεν ήταν της έντασης που είχε λάβει η στήριξή του, ως μοναδικού Δυτικού, στο διαβόητο καθεστώς του δικτάτορα της Πολωνίας Γιαρουζέλσκι. Εδώ οφείλει όμως κανείς να αναγνωρίσει ότι στο «ζήτημα Καντάφι» ο Παπανδρέου αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων οραματικότερος κάθε άλλου δυτικού ηγέτη: εντέλει, και με διαφορά ετών, όλη η Δύση ακολούθησε την πολιτική του – και μάλιστα ενίοτε ούτε καν μόνο για τους τεράστιας ποσότητας υδρογονάνθρακες της χώρας.

Αλλά η τραγική ειρωνεία για τον τόσο παράξενο αυτόν άνθρωπο κρυβόταν ακριβώς εκεί: ότι ενώ θα άντεχε ακόμα και στις επιθέσεις αμερικανικών αεροσκαφών επιβιώνοντας από αυτές, θα έπεφτε και θα είχε φρικτό τέλος, ανάλογο πολλών από εκείνους που είχε βασανίσει το καθεστώς του, σχεδόν αμέσως μετά την πλήρη αποδοχή του από τη Δύση. Η προαναφερθείσα πρωτοφανής αδιαφορία του Ομπάμα για τη διεθνή υπόσταση και τον ρόλο της ίδιας του της χώρας έφερε τα πάνω κάτω σε πολλά μέρη του κόσμου – και η Λιβύη ήταν ένα εξ αυτών, με τον Καντάφι να πέφτει νεκρός. Και, τελικά, σε λίγα χρόνια, τον νεο-οθωμανιστή Ερντογάν και την Τουρκία να γίνονται, όπως και στη Συρία, ξανά επικυρίαρχοι. Τον Ερντογάν που, άλλωστε, ο Ομπάμα θαύμαζε απεριόριστα, όπως είχε καταδείξει και η επίσκεψή του στην Τουρκία, η πρώτη(!) στην αρχή της πρώτης του θητείας και τα όσα είχε πει εκεί για τον ίδιο και για τον θαυμασμό του στο «πολιτικό Ισλάμ».