
Είναι αυτές οι σκέψεις, οι ας τις πούμε υπερβατικές, που σου καρφώνονται στο μυαλό και μένουν εκεί, στοιχειωμένες για πάντα. Συλλογισμοί από το πουθενά που όμως, με κάποιον τρόπο, σε παρηγορούν. Ετσι έχει συνδεθεί εντός μου ο θάνατος του Μάνου Ελευθερίου με την πυρκαγιά στο Μάτι. Ενας προφανής λόγος θα μπορούσε να είναι η γειτνίαση των ημερομηνιών. Την Κυριακή 22 Ιουλίου 2018 έφυγε εκείνος, τη Δευτέρα ξέσπασε η πυρκαγιά. Τα δύο γεγονότα ισοζύγισαν, σαν να μοιράστηκαν τη θλίψη μου. Αλλά τις επόμενες μέρες, όσο αυξανόταν ο αριθμός των νεκρών, όσο δημοσιεύονταν οι περιγραφές του εφιάλτη, οι ιστορίες για οικογένειες που απανθρακώθηκαν αγκαλιασμένες, για μικρά παιδιά που πηδούσαν φλεγόμενα στο κενό, όσο έβλεπα φωτογραφίες που παρέπεμπαν στον πίνακα του Ντελακρουά με τη σφαγή στη Χίο, τόσο καλλιεργούσα στη συνείδησή μου τον λόγο που «έφυγε» ο Μάνος – γιατί σαν βιαστικό φευγιό είναι ένας απρόσμενος θάνατος ύστερα από μία απολύτως επιτυχημένη χειρουργική επέμβαση.
Τον γνώριζα σαν συγγενή, σαν «αίμα» μου, καταλάβαινα δηλαδή ακόμη και αυτά που δεν μου έλεγε. Και ήξερα ότι θα σπάραζε με αυτήν την τραγωδία. Θα βούρκωνε και θα θύμωνε συγχρόνως με την ανθρώπινη μοίρα. Θα άρχιζαν οι ενοχλήσεις στο στομάχι, θα αρρώσταινε όπως αρρωσταίνουν οι άνθρωποι όταν το βάσανο του άλλου τούς πληγώνει ακόμη περισσότερο από το δικό τους (αυτό που στα μοντέρνα το λένε «ενσυναίσθηση»). Ομως από τέτοιας ποιότητας πληγές, γεννιέται η ποίηση και ο Μάνος θα έγραφε ποίημα, ποιήματα για το Μάτι. Θα έβαζε ίσως μέσα και τον αγαπημένο του μύθο του Μάκμπεθ, πίσω από τις φωτιές, θα «έβλεπε» τις τρεις μάγισσες του Σαίξπηρ, όπως τις «είδε» και στο ποίημα που έγραψε για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη όπου έβαλε τον Καρυωτάκη στον Αγρό του Κεραμέως.
Μήπως όμως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έφυγε έτσι ξαφνικά; Για να μη μάθει ποτέ για την τραγωδία; Για να μην υποχρεωθεί να αναπαραγάγει στο μυαλό του σκηνές που δεν θα άντεχε, εικόνες που ούτε η ποίηση θα μπορούσε να ξορκίσει; Ετσι είναι αν έτσι νομίζω ή αν αυτό με παρηγορεί. Οτι ο Μάνος Ελευθερίου δηλαδή «δραπέτευσε», με κάποιον τρόπο διασώθηκε από την πυρκαγιά αφού «…Εγκαύματα καθολικά / σαν τατουάζ φανταστικά /ήτανε δώρα μαγικά / απ’ τους αγγέλους σου».
Στο μέλλον
Ναι, αν ο Μάνος Ελευθερίου ζούσε, θα έγραφε στίχους με έμπνευση από την τραγωδία στο Μάτι. Που μπορεί να γίνονταν και τραγούδια. Και ύστερα από χρόνια, ο κόσμος θα τα τραγουδούσε χωρίς να ξέρει πού αναφέρονται. Θα πίστευε ότι μιλάνε για κάποιες χαμένες αγάπες, για μια ερωτική εγκατάλειψη. Ο καθένας ανάλογα με το βασανάκι του.
Και ύστερα από ακόμη περισσότερα χρόνια δεν θα είχε σημασία διότι ο κόσμος θα έχει ψιλοξεχάσει το Μάτι. Οπως σιγά – σιγά θα ξεχάσει και τα Τέμπη. Οχι από αδιαφορία ή αναλγησία αλλά διότι έτσι είναι η ζωή. Φτιαγμένη λες από στρώσεις καθημερινότητας που επικάθονται η μία πάνω στην άλλη και όσο περνά ο καιρός κάνουν όλο και πιο δύσκολη την ανάσυρση παλιότερων ημερομηνιών. Για τις νεότερες γενιές, το Μάτι, τα Τέμπη θα είναι μύθοι που δεν θα έχουν όμως εγγραφεί στο συλλογικό τους ασυνείδητο. Θα αναφέρονται σε αυτά όπως εμείς μιλάμε σήμερα για το ναυάγιο στη Φαλκονέρα. Και στα δικά μου μάτια, αυτή η λιπόσαρκη, καμπουριαστή φιγούρα με την τραγιάσκα και το κουστούμι από λευκή σαντακρούτα που ακόμη νομίζω ότι βλέπω να κυκλοφορεί σε αποκαΐδια, σιγά – σιγά θα ξεθωριάσει.