Είναι αρχές της δεκαετίας του ΄90, όταν οι σωστικές ανασκαφές για τις εργασίες διάνοιξης του σιδηροδρόμου στην Πιερία φέρνουν στο φως ένα μυστήριο χιλιάδων ετών, στην καρδιά του νεολιθικού οικισμού του Μακρυγιάλου.
Πρόκειται για έναν τεράστιο «λάκκο», με διάμετρο περίπου 30 μέτρων και βάθος ενός έως ενάμιση, που περιέχει ένα «χαλί» ευρημάτων, αποτελούμενο από όστρακα τουλάχιστον 130.000 οστρακοειδών, κόκκαλα από περισσότερα από 600 ζώα, εργαλεία προετοιμασίας τροφής (μυλόπετρες και πήλινα φουρνάκια), σκεύη σερβιρίσματος περίτεχνα διακοσμημένα με ανθρωπόμορφες και ζωόμορφες φιγούρες, αλλά και προσωπικά αντικείμενα και κοσμήματα, κατασκευασμένα από συγκεκριμένο είδος κοχυλιού («γαϊδουροπόδαρο»), πολύτιμο για τα δεδομένα της εποχής, αφού οι κάτοικοι του Μακρυγιάλου το αντάλλασσαν με άλλες κοινότητες της Ευρώπης.

Ο ιδιαίτερος αυτός λάκκος χρονολογείται μεταξύ 5450 και 5250 π.Χ και η χρήση του παραμένει μυστήριο, αν και θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα μεγάλο τσιμπούσι, με δεκάδες ή και εκατοντάδες συμμετέχοντες να λαμβάνει χώρα και τα υπολείμματά του να καταλήγουν σε αυτόν, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Δρ Ρένα Βεροπουλίδου, αρχαιολόγος-αρχαιοζωολόγος στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης, η οποία πρόσφατα παρουσίασε σε εκδήλωση του Φεστιβάλ Ολύμπου εργασία της ίδιας και των Νάνσυ Κραχτοπούλου (Δρ αρχαιολόγου-γεωαρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καρδίτσας) και Αλεξάνδρας Λιβάρδα (ρς αρχαιολόγου- αρχαιοβοτανολόγου στο Καταλανικό Ινστιτούτο για την Κλασική Αρχαιολογία στην Ισπανία), με θέμα «Τι έτρωγαν στην αρχαία Πιερία; Μακροχρόνιες παραδόσεις και νεωτερισμοί».
Διαδοχικές ανασκαφές στον «λάκκο», στον οποίο εντοπίστηκε πρωτοφανής -για τ’ αρχαιολογικά δεδομένα της νεολιθικής Ελλάδας- αριθμός ευρημάτων που σχετίζονται με την κατανάλωση του φαγητού, έκαναν οι αρχαιολόγοι Μάνθος Μπέσιος και Μαρία Παππά.
Πώς και γιατί κατέληξαν εκεί όλα αυτά τα αντικείμενα; Μήπως ο λάκκος ήταν μια χωματερή της νεώτερης νεολιθικής εποχής; ρωτήσαμε την Δρ Βεροπουλίδου.

«Ο νεολιθικός οικισμός του Μακρυγιάλου περιβάλλεται από δύο πολύ μεγάλες τάφρους, με μήκος εκατοντάδων μέτρων και βάθος δύο έως τεσσάρων, οι οποίες χρησιμοποιούνταν πράγματι ως χωματερές. Παρότι θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι ο λάκκος αυτός ήταν επίσης χωματερή, υπάρχουν στοιχεία που πιθανώς τον διαφοροποιούν. Για παράδειγμα, ανάμεσα στα ευρήματα, που αποτέθηκαν εκεί μάλλον σε διάστημα λίγων μηνών, υπάρχει ελάχιστο χώμα, σε αντίθεση με ό,τι συνήθως συμβαίνει σε μια χωματερή. Επιπλέον, τα όστρακα, τα οστά των ζώων, ήταν σαν να πετάχτηκαν χθες, με τις αρθρώσεις στα κόκκαλα ανέπαφες σε πολλές περιπτώσεις. Δεν έμοιαζαν με τα κλασικά σκουπίδια, που πετάς σε μια χωματερή και φθείρονται εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες» λέει.
Τι μπορεί να συνέβη λοιπόν; «Μπορούμε να φανταστούμε μια μάζωξη δεκάδων ή και εκατοντάδων ανθρώπων, που μαγείρεψαν, έφαγαν, πιθανώς ήπιαν και στη συνέχεια ό,τι περίσσεψε το μάζεψαν και το πέταξαν εκεί. Μπορούμε να φανταστούμε ένα μεγάλο τσιμπούσι, πιθανώς μια γιορτή για μια πολύ καλή σοδειά ή έναν γάμο, άλλωστε τα σκεύη σερβιρίσματος δεν ήταν μόνο τα “καθημερινά”, αλλά πολλά ήταν περίτεχνα διακοσμημένα» συμπληρώνει η αρχαιολόγος-αρχαιοζωολόγος και προσθέτει ότι στη Βόρεια Αμερική υπάρχουν αντίστοιχα ευρήματα, που σχετίζονται με «πρόσληψη» εργατών για κάποιο μεγάλο έργο από έναν αρχηγό ή μια οικογένεια, που παραθέτει γεύματα στους εργαζόμενους. Ως προς τη ρίψη στον λάκκο των κοσμημάτων που ήταν φτιαγμένα από τα «πολύτιμα» κοχύλια και άλλων προσωπικών αντικειμένων, αυτή δεν αποκλείεται να είχε χαρακτήρα τελετουργικό -οπότε το όλο θέμα της χρήσης του παραμένει ένα δυσεπίλυτο μυστήριο.
Η μεγάλη σημασία της φθαρτής τροφής και η πρωτοπορία της Πιερίας
Αν ο λάκκος αυτός αποτελεί μυστήριο, πολλές πτυχές της διατροφής στην αρχαία Πιερία, από το 6500 πΧ περίπου έως και το 354 πΧ, παραμένουν επίσης άγνωστες. Παραμένουν άγνωστες, διότι η τροφή είναι φθαρτή. «Αντίθετα με τα τυπικά αρχαιολογικά ευρήματα, όπως τα πήλινα σκεύη ή τα πέτρινα εργαλεία, οι τροφές δεν διατηρούνται μέσα στο χώμα, παρά μόνο σε ειδικές συνθήκες.
Τροφές που δεν αφήνουν σκουπίδια, όπως χόρτα, λαχανικά, ρίζες ή βολβοί, δεν διατηρούνται, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις σε υδρόβια ή πολύ ξηρά περιβάλλοντα. Τις περισσότερες φορές αυτό που σώζεται είναι ό,τι δεν τρώμε, όπως τα κόκκαλα ζώων και ψαριών και τα κελύφη των οστρακοειδών. Μαγειρικά ατυχήματα και πυρκαγιές που έκαψαν αποθήκες με την σοδειά αφήνουν πίσω τους καμένα φυτικά κατάλοιπα, όπως σπόρους δημητριακών και οσπρίων ή κουκούτσια καρπών, που διατηρούνται ακριβώς επειδή έχουν καεί» εξηγεί η Δρ Βεροπουλίδου.
Προσθέτει ότι ακριβώς επειδή η διαδικασία για να εντοπιστούν τυχόν μικρότερα υπολείμματα τροφών (πχ, καμένοι σπόροι ή κόκκαλα ψαριών) απαιτεί μεγάλη εξειδίκευση, πολύ χρόνο και μεγαλύτερο κόστος, δεν πραγματοποιείται συστηματικά στις ανασκαφές, με αποτέλεσμα να χάνεται «τρομερά μεγάλος και σημαντικός όγκος πληροφοριών για το παρελθόν. Γιατί ένα άγαλμα δίνει πληροφορία για την τέχνη της εποχής, ενώ η τροφή για τους ίδιους τους ανθρώπους.
Στην Πιερία ωστόσο, η Εφορεία Αρχαιοτήτων έδωσε από νωρίς έμφαση στη μελέτη όλων των όψεων της ζωής των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων και των διατροφικών πρακτικών. Η συλλογή όλων των ευρημάτων που σχετίζονται με τη διατροφή ήταν πάντα οργανωμένη. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, η Πιερία πρωτοπόρησε διαμορφώνοντας ένα μεγάλο δίκτυο συνεργασιών μεταξύ των αρχαιολόγων της Εφορείας, ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, που έδωσε και συνεχίζει να δίνει πληθώρα στοιχείων για τη διατροφή κατά την αρχαιότητα».
Τι έτρωγαν λοιπόν οι Πιέριοι στη νεολιθική εποχή;
Ήδη από τo 6500 π.Χ., επισημαίνει η Δρ Βεροπουλίδου, τα στοιχεία δείχνουν ότι η καλλιεργήσιμη γη και τα βοσκοτόπια χρησιμοποιούνται σε μικρή κλίμακα και εντατικά. Οι κάτοικοι εκμεταλλεύονται κυρίως το μονόκοκκο σιτάρι, το γυμνό και ντυμένο κριθάρι και το δίκοκκο σιτάρι, όπως έχουν δείξει οι μελέτες της καθηγήτριας του ΑΠΘ, Τάνιας Βαλαμώτη, της Γεωργίας Κοτζαμάνη και της Αλεξάνδρας Λιβάρδα μεταξύ άλλων.
Στα Ρεβένια και τα Παλιάμπελα, που θεωρούνται από τα παλαιότερα χωριά σε όλη την Ελλάδα, οι κάτοικοι δείχνουν προτίμηση στο μονόκοκκο σιτάρι, το οποίο αν και δίνει μικρότερη σοδειά, έχει αντοχή σε ξηρά κλίματα και άγονα χώματα. Πιθανώς αυτός να ήταν ο λόγος που το προτιμούσαν. Άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η προτίμηση αυτή σχετίζεται με τους τόπους καταγωγής των πρώτων γεωργών (την Ανατολία και την Εύφορη Ημισέληνο) ή ίσως ν’ αποτελεί έναν τρόπο να δηλώσουν τη διαφορετική τους ταυτότητα.
Επιπρόσθετα, υπάρχουν στοιχεία για καλλιέργεια διαφόρων οσπρίων, όπως φακές, ρόβη (πικρό βίκο) και λαθούρι, ενώ έχουν εντοπιστεί υπολείμματα από άγρια φρούτα, όπως σαμπούκο, σύκα, μήλα και αχλάδια, βατόμουρα, κράνα, αγριοφυστίκια (terebinth), σταφύλια, δαμάσκηνα, κεράσια και άλλα. Αν και η βάση της διατροφής ήταν τα φυτά, η συνεισφορά των ζώων ήταν αρκετά σημαντική, όπως έχουν δείξει μελέτες των Paul Halstead, Βαλασίας Ισαακίδου και Αναστασίας Βασιλειάδου μεταξύ άλλων.
Το βασικό «πακέτο» οικόσιτων ζώων περιλάμβανε αιγοπρόβατα, χοίρους και βοοειδή, ενώ η συμβολή του κυνηγιού στη διατροφή ήταν μηδαμινή. Συχνότερα κυνηγούσαν ζαρκάδια, πλατώνια, κόκκινα ελάφια, αλεπούδες, λαγούς, αγριογούρουνα, και άγρια βοοειδή, και σπανιότερα χελώνες, σκαντζόχοιρους, ασβούς και αρκούδες.
Οι αρχαίες μπουρλήθρες, που καταναλώνονταν μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Σε σχέση με τους θαλάσσιους πόρους, στα πρώιμα χρόνια της Νεολιθικής Εποχής καταγράφεται συστηματική εκμετάλλευση των παράκτιων περιοχών και των λιμνοθαλασσών για τη συλλογή οστρακοειδών. Παρότι υπήρχε μεγάλη ποικιλία θαλασσινών, οι κάτοικοι της Πιερίας προτιμούσαν, σχεδόν αποκλειστικά, ένα συγκεκριμένο είδος, που σήμερα ονομάζεται «μπουρλήθρα», το οποίο πιθανώς ήταν άφθονο στις λιμνοθάλασσες και εύκολο στη συγκομιδή.
«Η βόρεια Πιερία και ο Μακρύγιαλος είναι μέχρι σήμερα περιοχές διάσημες για τα μύδια τους, αλλά στη νεολιθική εποχή οι άνθρωποι κατανάλωναν μπουρλήθρες. Μάλιστα, από 10-15 συνεντεύξεις που πήρε η Δανάη Θεοδωράκη στο πλαίσιο μεταπτυχιακού από κατοίκους της περιοχής, προέκυψε ότι οι μπουρλήθρες καταναλώνονταν μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι ότι για κάποιους ήταν πολύτιμο συμπλήρωμα διατροφής την περίοδο της Κατοχής.
Οι άνθρωποι τις έβρισκαν κάποτε σε αφθονία στις εκβολές των ποταμών. Σήμερα αφενός έχουν λιγοστέψει λόγω της ρύπανσης των νερών και αφετέρου δεν προτιμώνται γιατί ανευρίσκονται σε λασπώδη νερά και για αυτό θεωρούνται “βρώμικα” θαλασσινά» σημειώνει.
Στη Μεθώνη, όπου βρέθηκε μεγάλη ποσότητα οστράκων μπουρλήθρας, «το μεγάλο κατά μέσο όρο μέγεθος των οστράκων δείχνει ότι οι άνθρωποι τα συνέλεγαν με τσουγκράνες ή με τα χέρια, με στόχο να μη διαταράξουν την ισορροπία των φυσικών πληθυσμών. Εάν σκεφτεί κάποιος ότι η συστηματική εκμετάλλευση των οστρακοειδών έχει ιστορία περίπου 5500 ετών στην περιοχή, δεν θα ήταν απίθανο οι συλλέκτες να είχαν διαμορφώσει κάποιους τρόπους “ημι-καλλιέργειας” των μπουρλήθρων, όπως για παράδειγμα την εποχιακή συλλογή οστράκων μόνο μεγάλου μεγέθους ή τη συλλογή από διαφορετικές περιοχές της ακτογραμμής κάθε φορά, ώστε να προστατευτούν οι πληθυσμοί τους» γνωστοποιεί η αρχαιολόγος-ζωοαρχαιολόγος.
Κατανάλωναν ψάρια; «Τα στοιχεία για την κατανάλωση ψαριών αυτές τις περιόδους είναι μηδαμινά, σύμφωνα με τη Δήμητρα Μυλωνά. Στον Μακρύγιαλο ωστόσο, γνωρίζουμε πως οι κάτοικοι ψάρευαν μικρά και μεσαίου μεγέθους ψάρια από τα ρηχά, όπως μουρμούρες, σκαθάρια, μελανούρια, λιθρίνια, αλλά και μαρίδες/σαρδέλες και λαβράκια. Έχει προταθεί ότι τα σιτηρά και τα όσπρια αποτελούσαν τη βάση της διατροφής, ενώ το κρέας των -οικόσιτων κυρίως- ζώων καταναλώνονταν πιο περιστασιακά, πρόταση που επιβεβαιώνεται και από τη μελέτη και από τις αναλύσεις της χημικής σύστασης των ανθρώπινων οστών που βρέθηκαν στον Μακρύγιαλο από την καθηγήτρια του ΑΠΘ, Σέβη Τριανταφύλλου. Τα ζώα σφαγιάζονταν και έπειτα τεμαχίζονταν σε μεγάλες μερίδες για να ψηθούν σε φούρνους και λάκκους. Αυτό φαίνεται από τα ίχνη/σημάδια από τα πέτρινα εργαλεία (π.χ.μαχαίρια, πελέκεις) πάνω στα οστά των ζώων. Οι μεγάλες μερίδες κρέατος υποδηλώνουν κατανάλωση από μεγάλες ομάδες ατόμων, και όχι μόνο από ένα νοικοκυριό. Δηλαδή φαίνεται πως η κατανάλωση του κρέατος θα πρέπει να γινόταν σε ειδικές περιστάσεις, ίσως κάποιες γιορτές, όπου συγκεντρώνονταν διάφορες ομάδες μιας κοινότητας ή τα μέλη περισσότερων κοινοτήτων» λέει η Δρ Βεροπουλίδου.
Βιωσιμότητα στη νεολιθική εποχή και έμπνευση για το σήμερα
Γενικά, σημειώνει η Δρ Βεροπουλίδου, οι άνθρωποι της εποχής είχαν πολύ στενή σχέση με τη φύση και το περιβάλλον. Είχαν γνώση που μεταφερόταν «από πάππο προς πάππο». Φαίνεται να γνώριζαν ότι αν συλλέξουν υπερβολικές ποσότητες φρούτων ή οστρακοειδών, τον επόμενο χρόνο δεν θα μπορούσαν να πάρουν την ίδια σοδειά. Συνδύαζαν τη γεωργία με την κτηνοτροφία, μεταφέροντας την κοπριά των ζώων στα χωράφια τους για να τα λιπάνουν. Έκαναν εποχιακές καλλιέργειες και πιθανώς άφηναν εκτάσεις σε αγρανάπαυση. Ήδη από τη νεολιθική εποχή, σέβονταν τη φύση και την προσφορά της. Σε αντίθεση με τη σύγχρονη εποχή, οι άνθρωποι ακολουθούσαν βιώσιμες πρακτικές καλλιέργειας των χωραφιών, εκτροφής των ζώων και εκμετάλλευσης των θαλάσσιων πόρων, που επέτρεψαν τη συνεχόμενη κατοίκηση και ανάπτυξη της βόρειας Πιερίας για κοντά 8000 χρόνια» προσθέτει.
Πώς θα μπορούσε να αξιοποιηθεί όλη αυτή η παρακαταθήκη για τη γαστρονομική και τουριστική προβολή της Πιερίας σήμερα; «Τα οστρακοειδή είναι κάτι που συνοδεύει την παράδοση της Πιερίας για αιώνες, η καλλιέργεια των μυδιών χαρακτηρίζει την περιοχή και σήμερα διοργανώνονται γιορτές όπως η “Μυδοχαρά”. Όσο πιο νότια κατεβαίνεις δεν βρίσκεις μύδια. Τα οστρακοειδή αποτελούν κομμάτι του προφίλ του Θερμαϊκού Κόλπου γενικά και της Πιερίας ειδικότερα κι αυτό η περιοχή θα μπορούσε να το αξιοποιήσει. Επίσης, να αξιοποιήσει τη συνέχεια που υπάρχει. Αν εξαιρέσουμε είδη όπως οι ντομάτες και οι πατάτες, που μας ήρθαν πριν από 200-300 χρόνια και τα νέα μαγειρικά σκεύη και τα μπαχαρικά, που φέρνουν νέες συνταγές, η διατροφή και η καλλιέργεια στην περιοχή ελάχιστα έχουν αλλάξει σε σχέση με 6000 χρόνια πριν» καταλήγει.
*ΑΠΕ-ΜΠΕ
The post Ο μυστηριώδης «λάκκος» στον νεολιθικό οικισμό του Μακρυγιάλου και η διατροφή στην αρχαία Πιερία appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.