
Είμαι σοκαρισμένος. Αφωνος. Σαν κάποιος να πάτησε ένα κουμπί και να πάγωσαν τα πάντα γύρω μου. Δεν έχω βρει ακόμα τον τρόπο να επεξεργαστώ πως ο Ντιόγκο έφυγε. Και μαζί του κι ο αδελφός του. Μια οικογένεια μέσα σε λίγες στιγμές έχασε δύο παιδιά. Πώς να το χωρέσει ο νους αυτό; Πώς να το αντέξει η καρδιά; Μόνο όσοι περνούν τέτοιο πόνο μπορούν να καταλάβουν. Κι ούτε κι αυτοί, νομίζω, βρίσκουν λόγια. Γιατί ο πόνος αυτός δεν έχει τέλος. Δεν υπάρχει βάλσαμο.
Είναι πάντα δύσκολο να μιλά κανείς σε τέτοιες στιγμές. Ομολογώ ότι ακόμη βρίσκομαι σε σοκ. Ο Ντιόγκο δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Ηταν, πρώτα απ’ όλα, ένα σπάνιο παιδί. Ηρεμος, σεμνός, μετρημένος, πάντα χαμογελαστός, πάντα πρόθυμος να βοηθήσει τους συμπαίκτες του, να δουλέψει για την ομάδα.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον κάλεσα στην Εθνική ανδρών. Ηταν άνοιξη του 2019. Τον παρακολουθούσα καιρό στην Αγγλία. Είχε κάτι που δεν το βλέπεις συχνά: ένα βλέμμα γεμάτο καθαρότητα και, ταυτόχρονα, μια αγωνιστική ευφυΐα σπάνια. Ο τρόπος που σκεφτόταν, ο τρόπος που κινούνταν, η ευκολία με την οποία έβρισκε δίχτυα. Ομως, πάνω απ’ όλα, είχε μια χαρά παιδική. Ερχόταν σε μένα, μιλούσε, ρωτούσε πράγματα. Ηθελε να μαθαίνει. Δεν ήξερε τι θα πει «ξέρω τα πάντα». Ηταν διψασμένος να γίνει καλύτερος.
Θυμάμαι ότι στην πρώτη του κλήση, για τα προκριματικά του Euro, έμεινε στον πάγκο. Και στο Final Four του Nations League, που τελικά το κατακτήσαμε, πάλι περίμενε σιωπηλά. Ηξερε πως μπροστά του είχε τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή του κόσμου, τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Δεν γκρίνιαξε ποτέ. Περίμενε την ώρα του. Και η ώρα ήρθε τον Νοέμβριο του 2019, κόντρα στη Λιθουανία. Το παιχνίδι πήγαινε άνετα υπέρ μας. Κερδίζαμε 6-0. Κι ενώ απέμεναν δέκα λεπτά, τον φώναξα να περάσει στο γήπεδο αντί του Κριστιάνο. Θυμάμαι το χαμόγελο του παιδιού που περίμενε τόσο καιρό να φορέσει αυτή τη φανέλα. Δεν ήταν θυμωμένος που έπαιξε λίγο. Ηταν ευτυχισμένος που έπαιξε έστω και λίγο.
Ο Ντιόγκο ήταν ένας ποδοσφαιριστής με τεράστιο ταλέντο αλλά ακόμη μεγαλύτερη καρδιά. Και είναι τεράστια απώλεια, όχι μόνο για το πορτογαλικό ποδόσφαιρο αλλά και για όλους εμάς, ως ανθρώπους. Ενα παιδί τόσο νέο, με τόσα όνειρα μπροστά του, οικογένεια, παιδιά… Είναι αβάσταχτο.
Θυμάμαι, όταν προετοιμαζόμασταν για το Παγκόσμιο Κύπελλο στο Κατάρ, είχε τραυματιστεί στη γάμπα. Και όμως, μου έλεγε: «Κόουτς, θέλω να είμαι εκεί, έστω και μόνο για να δίνω δύναμη στους συμπαίκτες μου. Θέλω να είμαι μαζί σας». Αυτό ήταν ο Ντιόγκο. Δεν νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό του. Είχε πάθος για την Εθνική. Πολλές φορές οι παίκτες σκέφτονται κυρίως την καριέρα τους. Ο Ντιόγκο σκεφτόταν πάντα πρώτα την ομάδα. Είχε τρομερό ομαδικό πνεύμα. Τον σέβονταν όλοι στα αποδυτήρια, παρόλο που ήταν ακόμα πολύ νέος.
Στον κόσμο συχνά ξεχνάμε πως οι ποδοσφαιριστές είναι, πρώτα απ’ όλα, άνθρωποι. Εχουν φόβους, ευαισθησίες, όνειρα, οικογένειες. Ο Ντιόγκο ήταν δεμένος όσο λίγοι με την οικογένειά του. Μιλούσε συνέχεια για τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τους γονείς του. Ηταν ευγνώμων για κάθε άνθρωπο που τον βοήθησε να φτάσει ψηλά.
Λένε συχνά ότι το ποδόσφαιρο φέρνει χρήματα και δόξα. Εγώ όμως πάντα έλεγα – και το λέω πιο δυνατά σήμερα – πως αυτά δεν αγοράζουν ούτε τη ζωή, ούτε την ευτυχία. Το πιο σκληρό μάθημα είναι πως όλα μπορούν να τελειώσουν μέσα σε μια στιγμή. Αυτό που συνέβη στον Ντιόγκο είναι η πιο τραγική απόδειξη.
Καμιά φορά σκέφτομαι πόση σημασία δίνουμε σε μικροπράγματα. Σε καβγάδες, σε κριτικές, στα μικρά νεύρα του ποδοσφαίρου. Η ζωή όμως είναι αυτή: μια μέρα είμαστε εδώ, την άλλη μπορεί να μην είμαστε. Και όταν φεύγει ένας άνθρωπος τόσο νέος, καταλαβαίνεις πόσο εύθραυστα είναι όλα.
Ο Ντιόγκο ήταν, για μένα, σύμβολο χαράς. Θετικής ενέργειας. Ακόμα και όταν δεν έπαιζε, ποτέ δεν είχε κακή διάθεση. Ποτέ δεν δημιούργησε προβλήματα. Ηταν ο ποδοσφαιριστής που κάθε προπονητής θα ήθελε να έχει στην ομάδα του. Θυμάμαι την τελευταία φορά που τον είδα. Μου μιλούσε για τα σχέδια που είχε, για τα παιδιά του, που ήθελε να μεγαλώσουν σωστά, να γίνουν καλοί άνθρωποι. Και τώρα όλα αυτά μένουν στη μέση. Είναι βαρύ. Είναι πολύ λυπηρό.
Δεν μπορώ ακόμη να το πιστέψω. Μόλις την προηγούμενη μέρα μιλούσαμε στο τηλέφωνο για προσωπικά θέματα, για την οικογένειά του, για το ποδόσφαιρο. Και την επόμενη βρέθηκα να μιλάω για τον θάνατό του. Είναι κάτι που μου ραγίζει την καρδιά.
Για μένα, ως προπονητή, αλλά κυρίως ως άνθρωπο, ο Ντιόγκο αφήνει ένα τεράστιο κενό. Ηταν ένα παιδί ξεχωριστό. Ο,τι πέτυχε, το πέτυχε με την αξία του. Δεν είναι εύκολο να παίζεις έχοντας μπροστά σου τον Κριστιάνο Ρονάλντο και να παλεύεις για μια θέση στην ενδεκάδα. Κι όμως, ο Ντιόγκο ποτέ δεν λύγισε.
Σήμερα δεν μπορώ να σκεφτώ το ποδόσφαιρο. Το μόνο που σκέφτομαι είναι εκείνον, την οικογένειά του, τα παιδιά του που θα μεγαλώσουν χωρίς τον πατέρα τους. Ο Ντιόγκο άφησε έντονο αποτύπωμα σε όποιον τον γνώρισε. Εύχομαι ο Θεός να δώσει δύναμη στην οικογένειά του. Δεν υπάρχουν λόγια να παρηγορήσουν τέτοιο πόνο. Μακάρι να βρουν λίγη παρηγοριά στο ότι τον αγαπούσαν και τον σεβόντουσαν βαθιά.