
Τον πρώτο καιρό μετά τη χρεοκοπία, η δημοσιότητα συνταράχτηκε όταν μαθεύτηκε ότι στη Ζάκυνθο περίπου 600 άτομα έπαιρναν επίδομα τυφλότητας. Ταυτόχρονα, όμως, οι τυφλοί είχαν και δίπλωμα οδήγησης! Θυμάμαι ότι για να βγουν τυφλοί οι ενδιαφερόμενοι, για να πάρουν δηλαδή το επίδομα από την τότε Νομαρχία, απαιτούνταν πιστοποιητικό συμπληρωμένο από οφθαλμίατρο κρατικού νοσοκομείου. Η υπόθεση, θυμάμαι, πήγε στη Δικαιοσύνη, όταν υφυπουργός Υγείας ήταν ο Μάρκος Μπόλαρης. Δεν μπόρεσα να βρω τι έγινε στα δικαστήρια, ούτε αν ακόμα υπάρχουν υπεράριθμοι τυφλοί με δίπλωμα οδήγησης. Γιατί θυμήθηκα το συγκεκριμένο περιστατικό; Επειδή η λαϊκή διαφθορά, με ανοχή των πολιτικών, είναι παλιά ιστορία. Είναι παλιά ιστορία η σχέση πολιτών – πολιτικών, με αντικείμενο προσόδους από το πελατειακό κράτος. Την ανέδειξε η χρεοκοπία, αλλά επειδή αντί να συζητάμε για τις αιτίες της ψάχναμε πώς θα σκίσουμε τα Μνημόνια, σήμερα κάνουμε ότι ξεχνάμε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής πολιτείας.
Οι τυφλοί της Ζακύνθου είναι μια μικρογραφία του θέματος του ΟΠΕΚΕΠΕ. Εχει στοιχεία ανεκδοτολογικά και απαιτεί διαμεσολαβητές δημοσίους υπαλλήλους που με τις πράξεις τους νομιμοποιούν την παρανομία. Αλλά πρωτίστως απαιτεί πολιτικούς που δεν βλέπουν, δεν ακούνε, δεν έχουν πρόσβαση.
Το θέμα του ΟΠΕΚΕΠΕ, όπως συμβαίνει με πολλά από τα άλλα θέματα που συζητήθηκαν το περασμένο διάστημα (κυρίως τα Τέμπη), έχει προφανώς νομικές πτυχές. Αλλά στη βάση του είναι θέμα πολιτικό. Και ναι, είναι προφανείς οι κυβερνητικές ευθύνες για τη συνέχιση του πάρτι, μιας εκτεταμένης δηλαδή «λαϊκής» διαφθοράς, αλλά ακριβώς η έκταση της λαϊκής συμμετοχής στο συγκεκριμένο σκάνδαλο δημιουργεί την υποχρέωση της ευρύτερης διερεύνησής του. Οχι μόνο νομικά, ούτε ως αντικειμένου σκανδαλοθηρίας – αλλά πολιτικά.
Και η απόφαση της κυβέρνησης για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής με αντικείμενο τον ΟΠΕΚΕΠΕ από το 1998 είναι μια σπάνια ευκαιρία να συζητηθεί πολιτικά το μείζον κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα της σχέσης του πολίτη με το κράτος στο συγκεκριμένο πεδίο. Να διερευνηθεί δηλαδή η ευθύνη και των από κάτω και των από πάνω και, κυρίως, να δειχθεί πού βρίσκεται το πρόβλημα των πελατειακών σχέσεων, το οποίο στρεβλώνει και διαφθείρει τις σχέσεις πολιτικής εμπιστοσύνης και δημοκρατικής αντιπροσώπευσης.
Οι κομματικές αντιδράσεις δείχνουν ότι τα κόμματα δεν έχουν καταλάβει ότι αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει. Οτι όλοι οφείλουν να κοιταχτούν στον δημοκρατικό καθρέφτη. Οτι όλοι, δηλαδή, έχουν υποχρέωση να αλλάξουν.
Ναι, λοιπόν, στην πρόταση και για έναν επιπλέον λόγο. Επειδή αφορά έναν δύσκολο, πολυπληθή και παραδοσιακό τομέα παραγωγής, όπως ο αγροτικός, με ειδικό πολιτικό βάρος και, κυρίως, επειδή σήμερα διέρχεται μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο.
Ηδη ακούγονται τα συνήθη. Οτι η κυβέρνηση θέλει να κρυφτεί πίσω από την επίκληση ευθυνών και άλλων πολιτικών χώρων, ότι φυγομαχεί, ότι κρύβει τις ευθύνες της. Αναπόφευκτη η αντιπαράθεση. Αλλά δεν είναι αυτό το μείζον. Το μείζον είναι αν τα πολιτικά κόμματα, στο σύνολό τους, έχουν την ηθικοπολιτική δύναμη να αναζητήσουν τις ευθύνες που τους αναλογούν στη γιγάντωση και τη διάχυση του πελατειακού κράτους και να προτείνουν λύσεις. Το θέμα δηλαδή είναι αν μπορούμε να πάμε λίγο παραπέρα.
Τα κόμματα δεν μπορεί να αντιλαμβάνονται τη χώρα σαν να είναι ένα απέραντο κακουργιοδικείο. Η ποινική διαδικασία είναι μια αναγκαία διαδικασία, εφόσον υπάρχουν στοιχεία, αλλά δεν εξαντλεί τον πολιτικό ρόλο των κομμάτων. Απαιτείται, επιτέλους, να βγούμε από τον φαύλο κύκλο του θυμού και της αντεκδίκησης. Να πολιτικοποιήσουμε τα προβλήματα. Και πρώτος αναγκαίος όρος γι’ αυτό είναι η υπέρβαση της μεταπολιτευτικής πελατειακής δημοκοπίας.
Πρακτικά και ηχητικά
Αν έχει ακόμα νόημα η συζήτηση για το 2015 και τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, το νόημα δεν βρίσκεται στην προσπάθεια καθαρίσματος της εικόνας του Αλέξη Τσίπρα, της εμφάνισής του ξαφνικά ως εθνικού ηγέτη που θα επιστρέψει με προστιθέμενη αξία την πίστη του στο τρίτο μνημόνιο. Δεν σβήνονται ούτε το αυτοκτονικό εξάμηνο της διακυβέρνησής του ούτε η οκταετία εχθροπάθειας και μίσους που προηγήθηκαν. Τα ζήσαμε, οι συνέπειες εκείνων των γεγονότων στοιχειώνουν ακόμα τις ζωές πολλών από όσους αντιτάχθηκαν στα σχέδια του Τσίπρα – και δεν κερδίζει κανείς τίποτα όταν αυτά τα ξανασυζητούμε.
Ωστόσο, έχει πάντα νόημα η αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι, όπως έγραφα και χθες, η απουσία των ηχογραφημένων συνομιλιών της σύσκεψης και η ασάφεια η σχετική με την ευθύνη για τις κασέτες, το ότι κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει ότι καταστράφηκαν και το ενδεχόμενο το κείμενο των πρακτικών να έχει υποστεί μοντάζ ακυρώνουν το σχετικό έγγραφο ως σοβαρό τεκμήριο.
Διαβάζω ότι αυτή η πρακτική, να παραδίδονται πρακτικά στον Πρόεδρο χωρίς το ηχητικό (τις κασέτες), συνέβη και σε δύο ακόμα συσκέψεις επί προεδρίας Παυλόπουλου. Μαθαίνω από απολύτως έγκυρη πηγή ότι δεν είναι έτσι. Οτι τα κείμενα πρακτικών των άλλων δύο συσκέψεων πολιτικών αρχηγών, που έγιναν επί Προεδρίας Προκόπη Παυλόπουλου, συνοδεύονται από τα ηχητικά τους. Τελεία, παύλα.