Περιγραφή Βερνίκου, λες κι ακούς Σοφία Βέμπο

Τις χρονιές αμέσως μετά το έπος της Πορτογαλίας, τα αφιερώματα ξεκινούσαν με την αλλαγή της ημέρας κι αν δεν κάνω λάθος κάθε βραδιά 4ης Ιουλίου, η ΕΡΤ μετέδιδε τον τελικό σε επανάληψη. Δεν πρόκειται για ξεθώριασμα αναμνήσεων αλλά κυρίως για απόσταση των γενεών, 21 χρόνια πέρασαν άλλωστε. Ο σημερινός 30άρης ήταν παιδί τότε και δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί ούτε το μεγαλείο της στιγμής ούτε την μοναδικότητα του θαύματος. Κι εκείνο που του έμεινε περισσότερο στο μυαλό δεν ήταν τόσο ο Ζαγοράκης κι ο Χαριστέας όσο η ανάμνηση των γονιών του που κρεμιόταν από τον πολυέλαιο, μαζί με τα φλικ φλακ που έκαναν ο παππούς και η γιαγιά του.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει σε επετείους πολέμων, όπου η συντριπτική πλειοψηφία αν συμμετέχει, το κάνει μηχανικά. Ίσως επειδή έτσι πρέπει, έτσι συνήθισε ή έτσι άκουσε από τους πρεσβύτερους. Διαφορετικά θα αισθανόταν κάποιος που τον έζησε, έλαβε μέρος ή ένοιωσε τις συνέπειες στο πετσί του. Η περιγραφή του Κώστα Βερνίκου ακούγεται πλέον σαν τραγούδι της Σοφίας Βέμπο και δεν μπορεί να σε αγγίξει το ίδιο αν δεν την έχεις ακούσει live, συμμετέχοντας στο κάθε παρανοϊκό δευτερόλεπτο..

Σε περίπτωση που είδες την μετάδοση εκ των υστέρων, ίσως να σου χαρίζει μια υποψία όχι όμως την αυτούσια αίσθηση και την φρενίτιδα των ημερών.  Τα βιώματα αυτά δεν γίνεται να κληροδοτηθούν στους επόμενους, η τεχνολογία προσφέρει μεν άπειρες επιλογές, δεν μπορεί όμως να σε κάνει να αιωρείσαι στους αιθέρες, όπως τότε. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν πριν την έναρξη του Euro ότι η εθνική θα πάει καλά. Όχι ότι θα κατακτούσε το Euro ή ότι θα έφτανε σε τελικό ή ημιτελικό εννοείται, αλλά θα είχε μια αξιοπρεπή παρουσία. Φαινόταν από την διαδικασία πρόκρισης και τα φιλικά, πως δεν ήταν η συνηθισμένη εκείνες τις δεκαετίες ομάδα, που εμφανιζόταν στο γήπεδο με στόχο να δεχτεί όσα λιγότερα γκολ μπορούσε.

Η νίκη στην πρεμιέρα επί της διοργανώτριας Πορτογαλίας, επιβεβαίωσε απλά ότι θα έχουμε μια ικανοποιητική παρουσία. Στο ματς με την Γαλλία η σιγουριά του αποκλεισμού ήταν δεδομένη, θα μας αρκούσε όμως αν λέγαμε πως κάναμε ένα βήμα μπρος και μείναμε έξω από την διαστημική ομάδα του Ζιντάν. Ήταν η σημαντικότερη στιγμή ακόμα κι από όλες τις επόμενες, γιατί τότε πιστέψαν οι περισσότεροι ότι μπορούμε, ακόμα κι αν δεν το έλεγαν φωναχτά. Εκείνη την πρόκριση την θυμάμαι για έναν επιπρόσθετο λόγο, καθώς είχα την ατυχία να βλέπω το παιχνίδι ολομόναχος. Κι όταν μπήκε το γκολ δεν είχα κάποιον δίπλα μου να αγκαλιάσω, να ουρλιάζουμε παρέα, χοροπηδώντας.

Έτσι άρχισα να κυλιέμαι στο πάτωμα, να αγκαλιάζω βάζα, καρέκλες, νιπτήρες, να ερωτοτροπώ με κιλίμια και ότι έβρισκα άλλο μπροστά μου. Όταν περάσαμε την Τσεχία και πήγαμε τελικό η πλειοψηφία είχε την βεβαιότητα πως θα το πάρουμε, δεν υπήρχε ποδοσφαιρική ή άλλου είδους δύναμη ικανή να μας σταματήσει. Είχε ανθίσει μέσα μας μια πρωτόγνωρη αίσθηση Αρχαιοελληνικού μεγαλείου και ανωτερότητας.

Μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος εύκολα, βλέποντας τα πρόσωπα των ποδοσφαιριστών μας την στιγμή της εισόδου τους στο γήπεδο. Μέχρι και τον τελικό σε άλλους διέκρινες συγκέντρωση, σε άλλους γυαλισμένο μάτι, σε μερικούς ίσως και φόβο.

Στον τελικό της 4 Ιουλίου 2004 ήταν όλοι απολύτως ψυχροί κυριευμένοι από παροιμιώδη γαλήνη, σαν να σου έλεγαν «δεν ήρθαμε να παλέψουμε για την κατάκτηση, ήρθαμε να αγωνιστούμε για τυπικούς λόγους επειδή το προβλέπει ο κανονισμός και μετά από 1.5 ώρα να κουβαλήσουμε το κύπελλο στην Ελλάδα…»

Από εκείνη την βραδιά και για αρκετό καιρό μετά, ήμουν σε κατάσταση όπου τίποτα δεν μπορούσε να με ταράξει προκαλώντας μου, θυμό, εκνευρισμό, οργή, άγχος. Βρισκόμουν σε άλλη διάσταση.

Κατευθυνόμουν σε επείγον ραντεβού, σταματούσα σε φανάρι πίσω από υπερήλικα οδηγό που δυσκολευόταν να ξεκινήσει και του έκανα νόημα «δεν πειράζει άνθρωπε μου με το πάσο σου. Ας φύγουμε και αύριο, δεν με νοιάζει»

Έβαζε μουσική στη διαπασών ο γείτονας και ρωτώντας με αν ενοχλεί του απαντούσα «πάνω που θα σου έκανα παρατήρηση, γιατί παίζει τόσο χαμηλά…»