
Το ερώτημα σχεδόν επιτείνεται τις θερινές εποχές λόγω του ότι ακριβώς και το καλοκαίρι ακόμα και σήμερα διαστέλλει κάπως τον χρόνο και δίνει τον χώρο για ευρύτερους αναστοχασμούς: Περνάμε καλά στη ζωή μας; Κάνουμε αυτά που θέλουμε ή τα κάνουμε υπό πίεση και άρα μεταβάλλουμε την ποιότητά της απλώς ως προς τους τακτικούς μας στόχους; Ερώτημα το οποίο για κάποιους μπορεί να αγγίζει τον πυρήνα της φιλοσοφίας ή και της οντολογίας αλλά κανονικά θα έπρεπε να μπαίνει σε τακτά διαστήματα και να τροποποιεί αποφάσεις και στάσεις ζωής. Και πώς το σημερινό μας σημείωμα έρχεται να καταθέσει τη δική του συμβολή στο ερώτημα αυτό; Μα με αφορμή πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ και της Prorata σε σχέση με την ποιότητα ζωής και με το ερώτημα του αν περνάμε καλά που στον βαθμό που κατατίθεται ως ερώτημα με μία συχνότητα δημιουργεί και διαμορφώνει και όρους συγκριτικής δυνατότητας. Περνάμε τώρα καλά και καλύτερα από πέρσι; Συμπέρασμα – της έρευνας – ένα: η πλειοψηφία εκτιμά ότι η ποιότητα ζωής παραμένει στάσιμη ή επιδεινώνεται, χωρίς θετική επίδραση από τις κυβερνητικές πολιτικές. Συμπέρασμα δύο: οι περισσότεροι δηλώνουν συναισθήματα απογοήτευσης, θυμού και απελπισίας, πολύ πιο έντονα από συναισθήματα αισιοδοξίας. Τρία: πάνω από τους/τις μισούς/σές – διαβάζουμε – δεν αναμένουν σημαντική μεταβολή στην προσωπική τους οικονομική κατάσταση στους επόμενους δώδεκα μήνες. Eχει κι άλλα στοιχεία που εξάγονται και που προφανώς συναρτούν την ποιότητα της ζωής από παράγοντες όπως τα νοσοκομεία και το επίπεδό τους, την ακρίβεια, από τι διακοπές μπορούμε να κάνουμε αλλά και από κάτι που σημειώνει η έρευνα και που θεωρούμε κρίσιμο. Το αναπαράγω: «Αποτυπώνεται η έντονη απόσταση ανάμεσα στο φαντασιακό της ευτυχίας, όπως προβάλλεται θεσμικά και επικοινωνιακά, και στην εμπειρία της καθημερινής ζωής των πολιτών. Ενώ η ευτυχία αναγορεύεται σε πολιτικό πρόταγμα και εθνικό branding, η πλειοψηφία νιώθει πως η καθημερινότητά της ταυτίζεται περισσότερο με τη «μιζέρια». Κι έτσι είναι. Συν ότι προφανώς διαμορφώνεται ένα περιβάλλον πίεσης στα κοινωνικά δίκτυα (κυρίως σε Tik Tok και Instagram) όπου μια εξαναγκαστική αίσθηση ευτυχίας επιβάλλεται ως τάση και όπου υπάρχει διαγωνισμός διαθλασμένης και φιλτραρισμένης πραγματικότητας και αποτύπωσης ευζωίας. Ποτάρες, μπιτς μπαρ, τοπία με φωτογραφίες από πόδια (από πότε το πόδι έγινε δείκτης ευμάρειας;), θερινά σινεμά, φαγητά επί φαγητών.
Το ερώτημα βέβαια του σημειώματος δεν απαντιέται με τις εικόνες και τα στόρι αυτά, ή μάλλον απαντιέται: όσο πιο πολλές εικόνες, τόσο χειρότερα τα πράγματα ως προς την ποιότητα της ζωής που δεν συνδέεται και ευτυχώς πάντα με τις όψεις του καταναλωτισμού και της αγοράς. Η ποιότητα της ζωής έχει να κάνει με το τι κοινωνικό μοντέλο έχουμε φτιάξει. Με τι συνθήκες και προϋποθέσεις. Είναι η καθημερινότητα και οι πάγιες ανάγκες μας. Μα και η δυνατότητα αλλαγών και μεταβολών. Σκεφτείτε το.