Πού είναι ο Ρίλκε;

Εχουν αλλάξει πάρα πολλά – αν όχι όλα – από τις αρχές του εικοστού αιώνα όταν ο γερμανός ποιητής Ράινερ – Μαρία Ρίλκε έγραφε πως «αν καθαρίσει ο καθένας μας το κατώφλι του σπιτιού του σε λίγο όλη η πόλη θα λάμψει», όπως επίσης έχουν αλλάξει πάρα πολλά από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 όταν ο Πάβελ Κόχουτ έδινε σε ένα θεατρικό του έργο τον τίτλο «Είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι». Επομένως, χωρίς να μπορεί να μας καταλογιστεί ίχνος γραφικότητας, μας επιτρέπεται να πιστεύουμε πως οι μεγάλες αποφάνσεις σε οποιαδήποτε περίοδο σε σχέση με την ηλικία της ανθρωπότητας και αν έχουν διατυπωθεί, εξακολουθούν να ισχύουν, δεν θα ήταν άκαιρο αναφορικά με όσα συμβαίνουν στις μέρες μας να λογαριάζαμε τόσο τη ρήση του Ρίλκε όσο και τον τίτλο του Κόχουτ ευεργετικά επαναδραστηριοποιημένα. Τόσο περισσότερο όσο ουδέποτε επιχειρήθηκε επισήμως, από καθέδρας, τόσο ο Ρίλκε όσο και ο Κόχουτ να συγκροτήσουν ένα υπολογίσιμο αντίβαρο σε μια ευρύτατα – τη μόνη – υιοθετημένη άποψη πως δεν έχει να ενδιαφερθεί κανείς παρά μόνο «για όσους κλείνει η πόρτα του». Διαφορετικά με την ανενδοίαστη και ανερυθρίαστη παραδοχή ότι επειδή όλα έχουν αλλάξει, μπορούμε να αναπροσαρμόζουμε, καταργώντας τες έμμεσα, ένα σύνολο ηθικών αξιών που δεν μπορούν να εννοηθούν παρά μόνον ως απαραβίαστες, ανοίγουμε την πόρτα σε μια βαρβαρότητα τόσο πιο εφιαλτική όσο δυσκολότερα διακρίνεται μέσα σε μια καθημερινότητα που τη μεταβάλλει σε μια σχεδόν φυσιολογική συνθήκη.

Με αποτέλεσμα ως ένδειξη και ως απόδειξη μιας ηθικής υγείας και μάλιστα ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων να λογαριάζονται μια αφύπνιση και ένα ενδιαφέρον με όλα ωστόσο τα χαρακτηριστικά μιας απλά κουτσομπολίστικης περιέργειας. Αφύπνιση και ενδιαφέρον που αν υπήρχαν πραγματικά θα είχαν ορθωθεί απαγορευτικά για τα καταγγελλόμενα νοσηρά φαινόμενα, ενώ ακόμη κυοφορούνταν και δεν θα εκδηλώνονταν, η αφύπνιση και το ενδιαφέρον, όπως συμβαίνει πάντα, εκ των υστέρων. Οταν πια το περιθώριο να αλλάξει οτιδήποτε έχει καταστεί ανύπαρκτο και η υπόθεση των νοσηρών φαινομένων έχει αναχθεί σε μια σκυταλοδρομία λέξεων – κάτι σαν ξόρκι – όπως «να λάμψει η αλήθεια», «να σπάσει το απόστημα», «δικαιοσύνη παντού». Δεν είναι τυχαίο, όσο και αν παραμένει δυσκολοερμήνευτο, πώς συμβαίνει όσο περισσότεροι κόπτονται ώστε οι εξαγγελίες που παραθέσαμε να γίνουν πραγματικότητα, τόσο περισσότερο να απομακρύνεται η πιθανότητα να υπάρξει μια οποιασδήποτε μορφής αποκατάσταση των πραγμάτων. Μια απάντηση θα ήταν πως τα καταγγελλόμενα στον κοινωνικό χώρο νοσηρά φαινόμενα φαίνεται να μας στοιχίζουν κυρίως αισθηματικά και σχεδόν καθόλου με την έννοια της ηθικής και της πολιτικής ευθύνης που θα τα διατηρούσε ως μια διαρκή ακμαία συνείδηση ώστε θα ήταν αδύνατον να παραμεριστούν ή να ξεχαστούν όσο κι αν στο προσκήνιο θα είχαν κάνει την εμφάνισή τους νεότευκτες, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, παραλείψεις, ατασθαλίες και καταχρήσεις.

Οταν όμως η έλλειψη κυριολεξίας και προπαντός η χρήση των λέξεων με έναν τρόπο που επιεικώς θα τον χαρακτήριζε κανείς ως παραπλανητικό, αλλά και ως προσβλητικό μιας ακόμα και στοιχειώδους νοημοσύνης, φαίνεται να λειτουργεί ως ένας υψηλής τάξεως ηθικός γνώμονας, το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι η αδιατάραχτη διαιώνιση οποιουδήποτε φαινομένου καταγγέλλεται ως απαράδεκτο, ανήκουστο και αποτρόπαιο. Ενα απλό παράδειγμα: η λέξη «ευθιξία». Πώς συμβαίνει να ικανοποιείται «το κοινό περί δικαίου αίσθημα» όταν ακούμε έναν πολιτικό να παραιτείται για λόγους ευθιξίας και να μην αναρωτιόμαστε τι είδους ευθιξία είναι αυτή που περιμένει την αποκάλυψη ενός σκανδάλου για να εκδηλωθεί, γεγονός που σημαίνει ότι αν δεν προέκυπταν τα συγκεκριμένα αποκαλυπτήρια, κανενός είδους ευθιξία δεν θα είχε υπάρξει και δεν θα μας είχε γίνει γνωστή.