Πώς θα μπεις στον κυκεώνα;

Με το που μπαίνει ο Ιούνιος, ιδίως δε αφότου κλείνουν τα σχολεία, δεν είναι να ξεμυτίζεις από το σπίτι σου. Τα μπάνια, αυτό το μικροαστικό εφεύρημα, οι με το στανιό διακοπές, ο ψυχαναγκασμός του ταξιδιού και της προαποφασισμένης ευτυχίας all inclusive εξελίσσονται σε κάτι αβάστακτο. Χαμός παντού από λεφούσια ανένδοτων ευτυχισμένων, από μυριάδες αυτοκίνητα ευέλπιδων της μαζικής ευωχίας, που δεν αφήνουν καμιά γωνιά της γης απάτητη, κανέναν μυστικό κολπίσκο θάλασσας αμόλυντο και κανένα τραπεζάκι ταβέρνας άπιαστο, όπου καταναλώνονται λυσσωδώς  κατεψυγμένα καλαμαράκια και βαλσαμωμένος γαύρος – δεν βρίσκεις καρέκλα να καθίσεις και μέρος να σταθείς.

Κάτσε στ’ αβγά σου, άνθρωπέ μου. Τι θες και ξεπορτίζεις Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο μήνα – πού θα πας; Ολα είναι πιασμένα, παντού έχει γίνει κατάληψη και η θάλασσα είναι βαθιά κατουρημένη και λαδωμένη, μαγαρισμένη από την άπειρη ανθρωπίλα που βαφτίζεται μαζικά για να δροσιστεί, υποτίθεται. Και η ξαπλώστρα όχι μόνο πανάκριβη, αλλά και το πιο σπαστικό εργαλείο, εφόσον πρέπει συνέχεια να μετακινείσαι διότι σε καλύπτει μερικώς και σε κυνηγάει ο ήλιος και δεν μπορείς να σταθείς ούτε καθιστός ούτε ξαπλωμένος. Και τα ποδάρια σου συνέχεια μέσα στην άμμο και δώσ’ του να πασαλείβεσαι διαρκώς με σπρέι καροτίνης και να περνάνε συνέχεια τριχωτοί και δασυγάστορες με ρακέτες, ζυμαροκώληδες και γηραιές με στρινγκ και νεαρά σχιζοφρενάκια του τσιρίζουν στα ελληνικά, συνήθως.

Ισως και μην υπάρχει πιο μαζοχιστική εφεύρεση από την ξαπλώστρα. Ούτε να καθίσεις καλά μπορείς ούτε να ξαπλώσεις άνετα να το ευχαριστηθείς ούτε να μισοξαπλώσεις με σηκωμένη τη ράχη, διότι, και σε κάθε περίπτωση, ο επουράνιος προβολέας είναι μετακινούμενος, και ακόμα και αν βολευτείς για λίγο, ιδίως τότε, πρέπει πάλι να αλλάξεις θέση και πάλι και πάλι και ούτω καθεξής, μέχρι να δύσει ο μεγάλος ινφλουένσερ, δηλαδή ο ήλιος. Δεν αντέχεται, ιδίως αν η ομπρέλα από πάνω είναι μικρή ή διάτρητη και οι ξαπλώστες πολύ κοντά η μια στην άλλη για καλύτερη κονόμα του μαγαζιού και εσύ απεχθάνεσαι την άμμο που μπαίνει παντού. Και που δεν μπορείς να βολέψεις πουθενά τις πετσέτες σου και χάνεις τη μία σαγιονάρα και σε ανεβαίνουν ζούδια και συχνά μέλισσες που ζαλίστηκαν από τον καύσωνα και ξέπεσαν στην ακτή ψάχνοντας γύρη στα λιωμένα παγωτά των λουομένων. Προχθές διάβασα πως ένας ξένος τουρίστας δεν άντεξε και έμεινε πάνω στην ξαπλώστρα. Τον βρήκανε κόκαλο, να ξεροψήνεται για πάντα.

Παράνοια. Και, ταυτόχρονα, η μουσική να σε σφυροκοπάει από τα τεράστια μεγάφωνα με ανυπόφορα ρυθμικά μπίτια, η μουσική που διαλέγει το μοντέρνο βλαχάκι ή έρχεται από καμιά απρόσωπη λίστα για προκάτ καταστάσεις όπως αυτή της ελληνικής παραλίας, όπου ο παραλογισμός συναγωνίζεται το κιτς και την επιδειξιομανία. Και δεν μιλάω μόνο για Μύκονο, όπου συρρέουν όλες οι «γεννήθηκα θεά, δοξάστε με», αλλά και πολλά στηρίγματα τη κοινωνίας που λαχτάρησαν και αυτά λίγη πασαρέλα, έστω από σπόντα. Διότι παντού συμβαίνει το ίδιο αυτούς τους μήνες στη δική του, ανάλογη κλίμακα και γλιτωμός δεν υπάρχει – ακόμα και οι πιο κρυφές σπηλιές έχουνε καταληφθεί από τα φρικιά.

Και πολλή ξενούρα έπεσε παντού, από κάθε σημείο της Γης, Εγγλέζοι και Βόρειοι που τρώνε μόνο σαλάτες και καρπούζια και γερμανοί εργάτες σε εργοστάσια λουκάνικων της Φρανκφούρτης με επιθετικές μπιροκοιλιές και ασπριδερές νορδικές γραίες με αρθριτικά, συνταξιούχες και ληξιπρόθεσμες, που θέλουν να μαυρίσουν για κάποιον ακατανόητο, ερωτικό λόγο. Και αφελή νεαρά ζευγάρια απ’ την Αυστραλία που στέκονται και θαυμάζουν τα κρεμαστά χταπόδια να ξεραίνονται στον ήλιο.

Και ξεραινόμαστε κι εμείς μαζί τους από τον μεγάλο ινφλουένσερ, που κάποτε ήταν ευλογία, μέχρι και θρησκεία (εκείνη του Μίθρα), και τώρα έχει εξελιχθεί σε κρεματόριο που καίει τα πάντα εξαιτίας ημών των ανθρώπων. Και εμείς το επιτείνουμε το κακό με τον επιθετικό τουρισμό, τις φθηνές αεροπορικές εταιρείες (με τριάντα φράγκα πας Βαρσοβία), με τα αποκλειστικά βραχιολάκια και το αβάστακτο στριμωξίδι. Ολοι θέλουνε να γίνουν ευτυχισμένοι με το ζόρι, να βρουν επιτόπια ή ξένη γκόμενα, να φάνε μπαγιάτικα καλαμαράκια (ροδέλες) τηγανισμένα σε ορυκτέλαιο και να κολυμπήσουν σε θάλασσες ουρολοίμωξης, κάνοντας μάλιστα γαργάρες που βοηθάνε, λέει, τον λαιμό και τις αμυγδαλές να «ανθίσουν».

Πώς να βγεις λοιπόν από το σπίτι; Πώς να ξεπορτίσεις και να πας πού; Πού να πας να κάνεις διακοπές, να κρυφτείς – κατ’ αρχάς σε όλα τα αεροδρόμια γίνεται διπλό τζακ-ποτ και η κοσμούρα ξεπερνάει κάθε φαντασία και οι ουρές και η αναμονή και οι καθυστερήσεις θεωρούνται φυσιολογική κατάσταση. Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων. Και αν μπεις στο αεροπλάνο και δεθείς και αποφασιστεί τότε η καθυστέρηση μίας ώρας και πρέπει να παραμείνεις εκεί, ακίνητος με τον ζουρλομανδύα, ενώ κλαίνε μωρά και ο διπλανός σου είναι πολύ χοντρός και ξεχειλίζει από το πάχος και δεν έχει πλυθεί επαρκώς – ε, τότε έχει ήδη αρχίσει η πραγματική απόλαυση των διακοπών.

Γι’ αυτό σου λέω. Κάτσε σπίτι μέχρι τον Σεπτέμβριο να περάσει η μπόρα. Αραξε εκεί, με τα τσίπουρα, τη δροσιά, το Νέτφλιξ σου και τις μουσικές σου. Πώς να μπεις στον κυκεώνα;