Π. Χρηστίδης για Πρακτικά Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών: Η Φώφη Γεννηματά στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων

Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Παύλος Χρηστίδης με ανάρτησή του αναφέρεται στα Πρακτικά του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών, τονίζοντας πως η δημοσιοποίησή τους από το in και «ΤΑ ΝΕΑ» «ανοίγουν μια πολύ μεγάλη συζήτηση». 

Ακόμα αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «Σε εκείνη την αίθουσα, με φόντο το βαρύ αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η Ιστορία ζητούσε απαντήσεις. Κι εκεί, η Φώφη Γεννηματά στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Όχι με κραυγές. Όχι με εύκολες σημαίες. Αλλά με την ήρεμη δύναμη της πολιτικής ενσυναίσθησης και την αδιαπραγμάτευτη πίστη στη Δημοκρατία και το εθνικό συμφέρον».

Αναλυτικά η ανάρτηση του κ. Χρηστίδη: 

Στις 6 Ιουλίου 2015, στη συνεδρίαση των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά στον γκρεμό. Με τις τράπεζες κλειστές, την κοινωνία φοβισμένη και την οικονομία έτοιμη να εκραγεί, η χώρα ζούσε ίσως τη σκοτεινότερη της στιγμή από τη μεταπολίτευση και μετά.

Οι αποκαλύψεις του ιστότοπου «in.gr» και η έκδοση της εφημερίδας «τα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», με τα πρακτικά του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, λίγο μετά το δημοψήφισμα, ανοίγουν μια πολύ μεγάλη συζήτηση.

Σε εκείνη την αίθουσα, με φόντο το βαρύ αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η Ιστορία ζητούσε απαντήσεις. Κι εκεί, η Φώφη Γεννηματά στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.

Όχι με κραυγές. Όχι με εύκολες σημαίες. Αλλά με την ήρεμη δύναμη της πολιτικής ενσυναίσθησης και την αδιαπραγμάτευτη πίστη στη Δημοκρατία και το εθνικό συμφέρον.

Λίγες ημέρες ήταν, που είχε εκλεγεί αρχηγός, η μόνη γυναίκα στο τραπέζι, αρχηγός του μικρότερου τότε κοινοβουλευτικού κόμματος. Αλλά, η Φώφη Γεννηματά της τόλμης, ήταν εκεί.

Η στάση της, όπως καταγράφεται στα πλήρη πρακτικά της συνεδρίασης, δεν ήταν μόνο νηφάλια και υπεύθυνη, ήταν και βαθιά ουσιαστική.

Η Φώφη Γεννηματά δεν έκρυψε τις διαφωνίες της για το δημοψήφισμα, δεν χαρίστηκε στον Αλέξη Τσίπρα, δεν κατέβασε τα όπλα της κριτικής. Όμως, απέφυγε με απόλυτη αυτογνωσία τις σειρήνες της μικροπολιτικής. Δεν υπέταξε το εθνικό καθήκον στις κομματικές επιταγές.

Αναρωτιέται το εξής και απάντηση δεν παίρνει. «Είμαστε στο παραπέντε για συμφωνία ή ξεκινάμε από μηδενική βάση;», προφητεύοντας το δράμα της 17ωρης διαπραγμάτευσης που θα ακολουθούσε.

Γιατί αυτό ήταν η Φώφη Γεννηματά. Μια πολιτικός της εθνικής ευθύνης, που δεν αναλώθηκε ποτέ σε λαϊκισμούς, ούτε κατέφυγε σε τοξική αντιπολίτευση. Μια γυναίκα που έβαλε μπροστά την ανάγκη για ενότητα και συνεννόηση, ακόμη κι όταν αυτή δεν ήταν δημοφιλής επιλογή και για αυτό λέει στους υπολοίπους του τραπεζιού ότι «για να υπάρξει διάλογος, πρέπει να υπάρχει ειλικρίνεια».

Δεν φοβήθηκε να υψώσει τη φωνή της, αλλά για να ενώσει, όχι για να διχάσει.

Η υπογραφή της στο κοινό ανακοινωθέν του Συμβουλίου δεν ήταν υποχώρηση. Ήταν πολιτική γενναιότητα. Ήταν η απόφαση μιας ηγέτιδας να σταθεί στο πλευρό της χώρας όταν άλλοι αναζητούσαν υπεκφυγές. Ήξερε πως, στις πιο κρίσιμες ώρες, η Ιστορία δεν συγχωρεί ούτε τα «ναι μεν, αλλά» ούτε τα εύκολα όχι.

Η Φώφη Γεννηματά όσα είπε μέσα στη σύσκεψη, είπε και έξω από το Προεδρικό Μέγαρο, στη δήλωσή της. Αυτή ήταν. Καθαρή.

Το ΠΑΣΟΚ, το Κίνημα που κράτησε τη χώρα όρθια, μπορεί και πρέπει να είναι περήφανο για τη στάση της Προέδρου του.

Γιατί σε μια στιγμή που το πολιτικό σύστημα δοκιμαζόταν, εκείνη θεμελίωσε τη «σχολή της Φώφης». Την ευθύνη έναντι του θεάματος, το καθήκον έναντι της δημαγωγίας. Τα ίδια μέσα, τα ίδια έξω.

Οι τοποθετήσεις της, εκείνη την ημέρα, δεν ανήκουν μόνο στο αρχείο των πρακτικών. Ανήκουν στην καρδιά της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. Υπενθυμίζουν ότι υπάρχουν στιγμές που η πολιτική ηγεσία δεν μετριέται με ποσοστά, αλλά με το ήθος, την ευθυκρισία και τη διορατικότητα που επιδεικνύει μπροστά στην Ιστορία.

Η Φώφη Γεννηματά άφησε παρακαταθήκη. Και είναι χρέος μας να την τιμούμε, όχι με λόγια τιμητικά, αλλά με πράξεις ευθύνης, συνέχειας και πίστης στη δύναμη του δημοκρατικού διαλόγου.

Γιατί η Φώφη δεν υπέκυψε. Αντιστάθηκε.

Δεν έπαιξε. Υπηρέτησε.

Και αυτό, στον πολιτικό χρόνο που κυλά αμείλικτα, είναι η διαφορά ανάμεσα στη μικροπολιτική και τη μεγάλη πολιτική.