Ξεπέρασε το 50% η διείσδυση των δικτύων οπτικών ινών μέχρι το σπίτι (Fiber to the Home – FTTH) σε όλη την Ελλάδα, ωστόσο η χρήση τους μόλις που αγγίζει το 15%.
Πρόκειται για «επίδοση» που έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η χώρα μας στον τομέα των «δικτύων νέας γενιάς» δεν έχει καταφέρει ακόμα να γεφυρώσει την απόσταση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Με βάση τα στοιχεία της αγοράς, μέχρι τον Μάιο του 2025, η διείσδυση των δικτύων οπτικών ινών μέχρι το σπίτι είχε ξεπεράσει το 50% στην ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, η πραγματική χρήση αυτών των συνδέσεων παραμένει σχετικά χαμηλή, με μόλις περίπου το 15% των καταναλωτών να έχουν ενεργές συνδέσεις FTTH.
Ο ΟΤΕ, ως ο μεγαλύτερος πάροχος στην Ελλάδα, έχει επενδύσει σημαντικά στην ανάπτυξη του δικτύου FTTH, με στόχο να καλύψει περίπου 2,1 εκατομμύρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του 2025 και περίπου 3 εκατομμύρια μέχρι το 2027. Αλλοι πάροχοι, όπως η Vodafone, η Nova και η ΔΕΗ, επίσης συμβάλλουν στην επέκταση του δικτύου, με στόχο τη δημιουργία συνολικά πάνω από 6 εκατομμύρια συνδέσεων FTTH.
Πάντως, παρά την πρόοδο, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου στη χρήση των συνδέσεων FTTH, ο οποίος ανέρχεται στο 64%.
Η κυβέρνηση και οι πάροχοι εργάζονται για την αύξηση της χρήσης μέσω προγραμμάτων όπως το «Gigabit Voucher», που στοχεύει στην επιδότηση της αναβάθμισης σε συνδέσεις υψηλής ταχύτητας. Στο πλαίσιο αυτό, αναγνωρίζεται από όλες τις πλευρές ότι η υποδομή FTTH στην Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης, όμως η πραγματική αξιοποίησή της απαιτεί αλλαγή κουλτούρας, καλύτερη ενημέρωση και οικονομικά κίνητρα.
Αλλωστε, οι ευρωπαϊκές πρακτικές δείχνουν ότι η αύξηση της χρήσης είναι εφικτή, εφόσον υπάρξει συντονισμός μεταξύ δημόσιου, ιδιωτικού τομέα και τελικών χρηστών.
Υψηλή υιοθέτηση FTTH καταγράφεται σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Ισπανία, Σουηδία, Λιθουανία, Εσθονία, Πορτογαλία είναι οι χώρες που υιοθέτησαν νωρίς το FTTH, με τις ενεργές συνδέσεις τους να φτάνουν ή και να ξεπερνούν το 70%-80%.
Στις χώρες αυτές, μεταξύ άλλων, προσφέρθηκαν ισχυρές κρατικές επιδοτήσεις, υπήρξε ευρεία ενημέρωση των πολιτών, λειτούργησε ο ανταγωνισμός μεταξύ των παρόχων, ενώ υπήρξε και υψηλή ζήτηση για ψηφιακές υπηρεσίες (π.χ. remote work, streaming, e-government).
Επίσης, οι πάροχοι πρόσφεραν αρχικά χαμηλές τιμές για να προσελκύσουν χρήστες.