ΣΥΡΙΖΑ-ΝΕΑΡ: Μπορούν να αντέξουν ο ένας τον άλλο; – Τι σηματοδοτεί η συνεργασία στην Βουλή

Η δεύτερη κοινή πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς στην Βουλή, με την κατάθεση κοινής τροπολογίας στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Οικονομικών για την επαναφορά της 13ης σύνταξης, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και την κατάργηση-ενσωμάτωση της προσωπικής διαφοράς, δημιουργεί μια νέα συνθήκη για τον αριστερό χώρο: σε μια συνθήκη κατακερματισμού, αυτή είναι μια κοινοβουλευτική συνεργασία που έχει «επιβεβαιωθεί» ήδη δύο φορές: μια στην συνεννόηση που έγινε μεταξύ Κουμουνδούρου και Πατησίων για την έγκαιρη κατάθεση μιας πρότασης Προανακριτικής Επιτροπής για την εμπλοκή του Μάκη Βορίδη και του Λευτέρη Αυγενάκη στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και άλλη μια με την συγκεκριμένη τροπολογία.

Λίγο πριν οριστικοποιηθεί το κοινό κείμενο, για το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες δούλεψαν πρόσωπα από τις δύο κοινοβουλευτικές ομάδες, ο Σωκράτης Φάμελλος τόνιζε πως είναι σταθερή του επιλογή «η κοινοβουλευτική συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων, διότι χρειάζεται να φτάσουμε σε μια κοινή προοδευτική απάντηση απέναντι σε αυτή την καταστροφική κυβέρνηση». Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, οι προθέσεις είναι δεδομένες –στόχος είναι οι δύο πλευρές να υπερβούν τις διαφορές τους και να μπορέσουν να ξαναβρεθούν σε ένα ευρύτερο προοδευτικό σχήμα. Στη Νέα Αριστερά, η διάθεση δεν είναι η ίδια. Τουλάχιστον δεν είναι η ίδια σε όλους, καθώς δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την συνεδρίαση στην οποία η πλειοψηφία του κόμματος απέρριψε την εισήγηση του Αλέξη Χαρίτση, που περιέγραφε έναν οδικό χάρτη και τα περιθώρια της σύγκλισης, αναγκάζοντάς τον να επανακαταθέσει μια πιο ήπια εκδοχή. Τα κοινοβουλευτικά όρια που έχουν τεθεί ωστόσο σε αυτό το βήμα συνεννόησης μεταξύ Κουμουνδούρου και Πατησίων είναι ανεκτά από όλους. Λαμβάνοντας υπόψη και τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, που δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο 5-6%, πολύ μακριά ακόμα και από τα ποσοστά των ευρωεκλογών, και τη Νέα Αριστερά να μην φτάνει το όριο εισόδου του 3% για την Βουλή.

Παρότι δεν βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, ποια νέα δεδομένα θα μπορούσαν να προκύψουν σταδιακά από αυτή τη συνεργασία; Πρώτον, κοινοβουλευτικά τα δύο κόμματα μαζί έχουν μεγαλύτερο αριθμό βουλευτών (26 οι του ΣΥΡΙΖΑ, 11 οι της Νέας Αριστεράς) από τους 33 του ΠΑΣΟΚ, που αυτή τη στιγμή είναι αξιωματική αντιπολίτευση –δεν χρειάζονται άλλους, δηλαδή, για να καταθέσουν προτάσεις για Προανακριτική, και μπορούν να συζητήσουν με ίσους όρους για μια πιθανή πρόταση δυσπιστίας (που απαιτεί 50 υπογραφές). Σε θεωρητικό επίπεδο, ακριβώς λόγω των ανακατατάξεων που έφερε η πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εθνικές εκλογές, στην (μακρινή) περίπτωση που αποφασίσουν να ενωθούν, καταλαμβάνουν και πάλι την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο πετυχημένος δίαυλος επαφής δημιουργεί έναν ευρύτερο κύκλο σεναρίων (παρά τις διχογνωμίες εντός της Νέας Αριστεράς, που δεν έχουν ξεπεραστεί): στο ρευστό κλίμα που υπάρχει στον προοδευτικό χώρο, αυτός ο δίαυλος μπορεί δυνητικά να μεγαλώσει –και, ως εκ τούτου, να λειτουργήσει συσπειρωτικά, ποντάρουν οι θιασώτες του, ειδικά στην περίπτωση που προκύψει ένα ευρύτερο σχήμα, που θα λειτουργεί κάτω από πρόσωπο κοινής αποδοχής.

Αυτά όμως αφορούν κυρίως μια πιθανή επόμενη μέρα. Το βασικό στοίχημα αυτή τη στιγμή είναι σε ποιο βαθμό οι πρώην σύντροφοι μπορούν να συνεννοηθούν και για πόσο. Ενδεκτικό είναι πως η ανακοίνωση της Νέας Αριστεράς για την τροπολογία περιελάμβανε κάλεσμα σε «όλα τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου να τη στηρίξουν, στέλνοντας καθαρό μήνυμα κοινωνικής ευθύνης και σεβασμού στους ανθρώπους που κράτησαν όρθια την κοινωνία».