
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προγραμματίζει την άμεση επιβολή δασμών 30% σε αμερικανικά προϊόντα συνολικής αξίας περίπου 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε περίπτωση αποτυχίας επίτευξης συμφωνίας και εφόσον ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προχωρήσει στην απειλή του να επιβάλει αντίστοιχους δασμούς στις περισσότερες εξαγωγές της Ε.Ε. μετά την 1η Αυγούστου, σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg.
Σύμφωνα με το Bloomberg, στο πλαίσιο του πρώτου κύματος αντιμέτρων, η Ευρωπαϊκή Ένωση σκοπεύει να ενοποιήσει δύο καταλόγους δασμών σε ένα ενιαίο πακέτο: έναν ήδη εγκεκριμένο κατάλογο που αφορά αμερικανικά προϊόντα αξίας 21 δισ. ευρώ και έναν προτεινόμενο κατάλογο ύψους 72 δισ. ευρώ. Αυτό δήλωσε εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την Τετάρτη.
Οι αμερικανικές εξαγωγές, οι οποίες περιλαμβάνουν βιομηχανικά προϊόντα όπως αεροσκάφη της Boeing, αυτοκίνητα αμερικανικής κατασκευής και μπέρμπον, θα βρεθούν αντιμέτωπες με δασμούς που θα αντιστοιχούν στην απειλή της τάξης του 30% του Τραμπ, σύμφωνα με το ανώνυμες πηγές του διεθνούς πρακτορείου.
Οι δασμοί θα ήταν έτοιμοι να τεθούν σε ισχύ τον επόμενο μήνα, αλλά μόνο εάν δεν υπάρξει συμφωνία και οι ΗΠΑ εφαρμόσουν τους δασμούς τους μετά την προθεσμία του Αυγούστου, πρόσθεσαν οι πηγές του Bloomberg.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, τα σχέδια αυτά έρχονται καθώς τα κράτη μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, έχουν σκληρύνει τις θέσεις τους απέναντι στην αδιάλλακτη στάση των ΗΠΑ.
Το Βερολίνο θα ήταν πρόθυμο να υποστηρίξει ακόμη και την ενεργοποίηση του εργαλείου “κατά του εξαναγκασμού” (Anti-Coercion Instrument – ACI) της ΕΕ, σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία, δήλωσε κυβερνητικός αξιωματούχος υπό τον όρο της ανωνυμίας. Το εργαλείο αυτό θα έρθει στο προσκήνιο μόνο αν δεν υπάρξει μια συμφωνία, τονίζεται.
Το ACI θα επέτρεπε στην ΕΕ να δρομολογήσει ένα ευρύ φάσμα αντιποίνων, συμπεριλαμβανομένων νέων φόρων στους αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς, στοχευμένων περιορισμών στις αμερικανικές επενδύσεις και περιορισμού της πρόσβασης στην αγορά της ΕΕ.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει το Bloomberg, η ξεκάθαρη προτεραιότητα παραμένει η συνέχιση των διαπραγματεύσεων με την Ουάσινγκτον, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 1ης Αυγούστου.