Τα κάπιταλ κοντρόλς

Το καλοκαιρινό μας σύστημα είναι όπως το κυκλοφορικό, το αναπνευστικό, το πεπτικό. Υπάρχει μέσα μας σχεδόν εκ γενετής, από τότε που πηγαίναμε στη θάλασσα και η γιαγιά τσουρουφλιζόταν από τον ήλιο και την πασαλείβαμε οικογενειακώς με γιαούρτια για να της πάρουν την κάψα. Είναι πλήρως ενσωματωμένο μέσα μας, αποτελεί δομικό στοιχείο της ύπαρξής μας. Για να γίνω πιο κατανοητός, αν επιχειρήσουν να μας ξεριζώσουν το αναπνευστικό μας σύστημα τελειώσαμε, το ίδιο θα συμβεί αν μας βουλώσουν το πεπτικό. Ακριβώς το ίδιο θα πάθουμε αν μας σκοτεινιάσουν το καλοκαιρινό μας σύστημα, θα λιώσουμε σαν κεράκια, δεν παν να λειτουργούν όλα τ’ άλλα συστήματα άριστα.

Αυτό πήγε να συμβεί τον Ιούνη του 2015, που, αν και καλοκαιράκι, παγώσαμε για τα καλά με τα κάπιταλ κοντρόλς. Αυτό σε πρώτη δόση, και μάλιστα γερή, καθώς, όντας αμάθητοι στην τόση αβεβαιότητα και το θολό αύριο, κοιτούσαμε να βρούμε παρηγοριά στο μέσα μας, που πότε αγανακτισμένο έβριζε την κακή μας τη μοίρα και πότε επαναστατημένο ήταν έτοιμο να πάρει τα όρη και τα άγρια βουνά με κίνδυνο να χαθεί για πάντα. Ούτε τα όρη πήρε, ούτε τα άγρια βουνά, παρά μαζευόμασταν στα ΑΤΜ της τράπεζας στον Αγιο Μηνά και περιμέναμε δώδεκα παρά κάτι να πάρουμε τα εξήντα ευρώ και δώδεκα και κάτι τα άλλα εξήντα ευρώ για να έχουμε, κανείς δεν ήξερε με σιγουριά αν την επόμενη μέρα τα εξήντα δεν θα γίνονταν τριάντα και την παραεπόμενη δέκα. Μας έγινε συνήθειο κι εμείς, οι λόκαλ της Λευκάδας, τη στήναμε στο καφενεδάκι, δίπλα από την τράπεζα, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να εφορμήσουμε στο ΑΤΜ και με την άνεσή μας χαζεύαμε τους τουρίστες που αγωνιούσαν και αγχωμένοι στέκονταν στην τεράστια ουρά.

Δεν είχαμε τέτοια αγωνία, αντίθετα, αποφασισμένοι ότι η νύχτα είναι δική μας, πιάναμε την κουβέντα την ατέλειωτη και πίναμε και μερικές φορές ξεχνούσαμε γιατί είχαμε έρθει. Ανθρωποι που λογικά θα ήταν στα κρεβατάκια τους, δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τον καφενέ και τις κουβέντες, ειδικά οι πιο μεγάλοι, που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν ύπνο, άρχιζαν τις ιστορίες από τα ταξίδια τους στις θάλασσες της Καραϊβικής, τις σχέσεις τους με τις μουλάτες, για τα ψαρέματα και τα κυνήγια, για τις καντάδες στη Φρόσω την άμυαλη που Ιταλό δεν είχε αφήσει σε ησυχία, για την ξέστηθη Τζάκι του Ωνάση, για τη Σαπφώ και τον αργαλειό της Πηνελόπης που είναι χωμένος σε μια σπηλιά πάνω από τον Αϊ-Γιάννη τον Αντζούση. Καμιά φορά έπαιρνε να ξημερώσει κι εμείς εκεί, ακούνητοι και πιωμένοι, τραγουδούσαμε «Μπαρμπούνι, μπαρμπουνάκι, το πιο καλό ψαράκι» κι όταν αραίωναν οι τουρίστες μπροστά στο ΑΤΜ, σηκωνόμασταν για την ανάληψη της μέρας και καθόμασταν πάλι περιμένοντας το πρώτο φως της αυγής. Παράταιρη ήταν η παρέα και, αν κανείς μάς έβλεπε από μακριά, θα σκεφτόταν ότι ήρθαμε εκδρομή από κάποια ψυχιατρική δομή: άλλος με το μαγιό, άλλος με τις πιτζάμες, άλλος με το σώβρακο, οι σαγιονάρες παρατημένες εδώ κι εκεί και οι μπίρες βουνό. Είχαμε, όμως, ο ένας τον άλλον, αν και γνωριζόμασταν λίγο μεταξύ μας, θεραπεύαμε το κλονισμένο καλοκαιρινό μας σύστημα, γιατί  οι γνωριμίες των κάπιταλ κοντρόλ ήταν σαν τις γνωριμίες στα νοσοκομεία: είσαι με τον άλλον στον ίδιο θάλαμο, κάτω από την ίδια απειλή για την υγεία σου και, θέλεις δεν θέλεις, συνδέεσαι μαζί του, μήπως και μοιραστείς το βάρος και τον φόβο που ελλοχεύει μέσα σου.

Συνδέεσαι τόσο πολύ, που νομίζεις ότι γίνατε φίλοι για δυο ζωές, και γι’ αυτή και για την άλλη, την άγνωστη. Δεν θυμάμαι να μιλούσαμε για τα κάπιταλ κοντρόλς και την πολιτική κατάσταση, αλλά ακόμη και αν μιλούσαμε, οι ένοχοι ήταν μακριά, κρυμμένοι στην τουρκοκρατία, στον διαφωτισμό που πέρασε και δεν μας άγγιξε, στις εκκλησιές, στο διαχρονικά πολύπαθο έθνος.

Για τους Γερμανούς, όμως, και την πολιτική τους ηγεσία υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον, αυτούς τους στολίζαμε όλοι, μόνο κάποιοι που είχαν ενοικιαζόμενα απέφευγαν να βρίζουν φανερά.

Η Μέρκελ πάντως είχε την τιμητική της κι όταν μάλιστα κάποιος ανακάλυψε – πριν γίνει ευρέως γνωστό – μια φωτογραφία της που έκανε γυμνισμό όταν ήταν νέα, τη μεγεθύναμε και την κολλήσαμε δίπλα από το ΑΤΜ με τη λεζάντα: «Η Μέρκελ στην παραλία της Γύρας, με το μο..ί φόρα παρτίδα» και παντός είδους ακατάλληλα γράφαμε, με υπογραφή παρακαλώ: «Οι διαμένοντες στο ΑΤΜ του Αγίου Μηνά». Δυο μέρες έμεινε εκεί η φωτογραφία, μέχρι που την έβγαλε η αστυνομία με εντολή άνωθεν «να μη διαταράξουμε τις σχέσεις» είπαν «με την Ευρωπαϊκή Ενωση». Ποιοι; Εμείς; Εμείς το μόνο που θέλαμε ήταν να μη διαταράξουμε ανεπανόρθωτα το πολύτιμο καλοκαιρινό μας σύστημα!

Με τον ερχομό του Σεπτέμβρη τα πράγματα πήραν κάπως και χαλάρωσαν, οι τράπεζες άνοιξαν και η παρέα του ΑΤΜ του Αγίου Μήνα άρχισε να φυλλοβολεί. Πρώτα αποχώρησαν οι πιο ηλικιωμένοι με τον φόβο μην κρυώσουν και μετά οι υπόλοιποι. Απόμειναν όμως οι ιστορίες να πλανώνται στον πεζόδρομο, οι ματιές, τα γέλια και οι φωτεινές νύχτες που στρίμωξαν τότε τους φόβους μας για το αύριο, αυτό το άτιμο αύριο που για κάμποσες ώρες δεν του δώσαμε την τροφή που ζητούσε ο δυνάστης.