
Η γερμανική κυβέρνηση έδωσε το «πράσινο φως» για την προμήθεια αεροσκαφών Eurofighter στην Τουρκία, ενώ σχετικό Μνημόνιο Κατανόησης υπέγραψε χθες η Τουρκία και με τη Βρετανία. Τη θετική απάντηση του Βερολίνου στο αίτημα της Αγκυρας επιβεβαίωσε χθες ο εκπρόσωπος της Καγκελαρίας, Στέφαν Κορνέλιους, προσθέτοντας ότι «η γερμανική κυβέρνηση πραγματοποιεί πάντα αυτές τις εξαγωγές σε στενό συντονισμό με τους εταίρους της (Βρετανία, Ιταλία και Ισπανία)», και πως για την απόφαση έχει ενημερωθεί και η ελληνική κυβέρνηση.
Η Τουρκία έχει εκφράσει τη βούληση να αποκτήσει 40 καινούργια μαχητικά, προκειμένου να λειτουργήσει δύο πλήρως εξοπλισμένες Μοίρες που πιθανότατα θα εδρεύουν κοντά στην Αγκυρα, ώστε τα αεροσκάφη με εναέριους ανεφοδιασμούς να μπορούν να καλύπτουν όλη την έκταση της γειτονικής χώρας.
Στην Αθήνα παρακολουθούν τις εξελίξεις, τονίζοντας πως ακόμη κι αν υπάρξουν οριστικές υπογραφές για την απόκτηση των μαχητικών αυτών από την Τουρκία, το ισοζύγιο πάνω από το Αιγαίο δεν ανατρέπεται. Σε κάθε περίπτωση στρατιωτικές πηγές που ρωτήθηκαν από «ΤΑ ΝΕΑ», επισημαίνουν πως η ελληνική Πολεμική Αεροπορία γνωρίζει καλά τα αεροσκάφη αυτά, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες τους. Υπενθυμίζουν δε πως είχαν περάσει από εξαντλητικούς ελέγχους και δοκιμές από το 2000, όταν η Ελλάδα επρόκειτο να γίνει ο πρώτος πελάτης εξαγωγής για το Eurofighter Typhoon, παραγγέλνοντας 60 αεροσκάφη για 4,9 δισεκατομμύρια ευρώ, με δυνατότητα προαίρεσης για 30 ακόμη αλλά, το 2004, η χώρα ανέβαλε τη συμφωνία για την αγορά προκειμένου να χρηματοδοτήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, και στη συνέχεια την ακύρωσε προχωρώνταςτο 2007 στην αγορά 30 F-16C/D Fighting Falcons.
Οι ίδιες πηγές τονίζουν ότι, αντιθέτως, η τουρκική Πολεμική Αεροπορία γνωρίζει για τα Rafale (η Ελλάδα διαθέτει ήδη 24) μόνο όσα επιτρέπονται μέσα από ασκήσεις με χώρες που διαθέτουν τα γαλλικά μαχητικά, συμπληρώνοντας πως η χώρα μας ήδη διαθέτει 40 F-16 Viper και θα αποκτήσει προσεχώς άλλα 42, ενώ έχει ενταχθεί και στο πρόγραμμα για 20 + 20 F-35.
Ακόμα και μέσα στο 2026
Πέραν όλων αυτών υπάρχει ακόμα και το πότε θα παραλάβει τα μαχητικά αυτά η Τουρκία. Το ένα σενάριο που εξετάζει η Αθήνα είναι η Αγκυρα να εφαρμόσει, πάντα σε συνεννόηση με Βερολίνο και Λονδίνο, το μοντέλο που εφάρμοσε η Ελλάδα με τη Γαλλία. Ορισμένα δηλαδή να είναι μεταχειρισμένα οπότε μπορούν να παραδοθούν ακόμα και μέσα στο 2026 και κάποια καινούργια από τις γραμμές παραγωγής που ήδη κατασκευάζουν μαχητικά για αυτές τις δύο ευρωπαϊκές και ιδιαίτερα φιλικές προς την Τουρκία χώρες, κάτι που σημαίνει πως μέχρι το 2028, η Τουρκία θα έχει τα 40 μαχητικά που θέλει με τη μία Μοίρα να είναι μεταχειρισμένα και η δεύτερη με καινούργια που προορίζονταν για Γερμανία και Βρετανία.
Το δεύτερο σενάριο που έχει να κάνει με 40 καινούργια μαχητικά είναι παρόμοιο, αλλά θα πρέπει Γερμανία και Βρετανία, παρά τον κίνδυνο της Ρωσίας, να παραχωρήσουν στην Τουρκία μαχητικά που κατασκευάζονται και θα κατασκευαστούν για εκείνες, προκειμένου να τα έχει η Αγκυρα μέχρι το 2028-2029. Αυτά τα δύο σενάρια βέβαια με την προϋπόθεση πως θα μπουν και οι τελικές υπογραφές για την απόκτηση των μαχητικών αυτών από την τουρκική Πολεμική Αεροπορία.
Το τρίτο σενάριο είναι το πιο απομακρυσμένο με την Τουρκία να περιμένει τη σειρά της μετά το 2035 που αδειάζει η αλυσίδα παραγωγής με την τελευταία παραγγελία από την Ισπανία.
Αν θέλει βέβαια η Τουρκία να είναι τα Eurofighter που θέλει να πάρει σε ένα επίπεδο κοντά στα Rafale, θα πρέπει να αποκτήσει τον πύραυλο Meteor, κάτι που σημαίνει πως χρειάζεται το τελικό «οk» και από τη Γαλλία, παρά το μικρό ποσοστό που έχει στην κοινοπραξία που το κατασκευάζει και για αυτό υπήρξε και συνάντηση του τούρκου ΓΕΕΘΑ με τον γάλλο ομόλογό του στις 17 Ιουλίου. Αυτό σύμφωνα με πηγές στην Αθήνα είναι ένας δύσκολος σκόπελος για την Αγκυρα, καθώς το Παρίσι ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ανανέωση της στρατιωτικής συνεργασίας που έχει με την Ελλάδα.
Μετά την πολιτική απόφαση του Βερολίνου αναμένεται να ακολουθήσει η παραγγελία των Eurofighter Typhoon στην κατασκευάστρια κοινοπραξία. Αν η Τουρκία παραγγείλει και τα 40 αεροσκάφη, το κόστος θα ανέλθει στα 4,75 δισεκατομμύρια ευρώ.