Τη νύχτα όλα επιτρέπονται

Αννέτα. Στορκ. Νέα Αθηναία. Λίντο. Πατησίων. Αχαρνών. Θηβών. Πέτρου Ράλλη. Αλλά και Εθνική Οδός. Αιγάλεω. Χαϊδάρι. «Τη νύχτα όλα επιτρέπονται, τίποτε δεν απαγορεύεται» έλεγε ο ψηλός ωραίος άνδρας από τη Δράμα την ώρα που τα φώτα χαμήλωναν, στη μωβ μοκέτα των λαϊκών κέντρων άρχιζε να μαζεύεται η πρώτη στάχτη και τα πρώτα γαρίφαλα. Και μέσα σε μισή ώρα τα πρώτα πιάτα θρυμματίζονταν. Κώστας Μοναχός. Μποέμης, άτακτος ερωτικά. Γόης. Με καλή, στέρεη φωνή που δεν έκαμπτε η βαριά νύχτα και οι υποστρώσεις της. Παράξενο: Ενώ ήταν της πιάτσας, δεν κάπνιζε, δεν έπινε, δεν έπαιζε τζόγο. Μόνη τρέλα του; Οι γυναίκες. Και το τραγούδι. Γι’ αυτό άφησε το χωριό του (Πετρούσσα) αρχές του ’70. Και άρχισε να περιπλανιέται σε μια άλλη Ομόνοια από τη σημερινή, έδρα και των μυθικών δισκογραφικών της Πλατείας. Νταλαβερτζήδες μεσάζοντες, συνθέτες, μικροπαραγωγοί, διαβολομαέστροι, σύχναζαν εδώ και γράφανε δίσκους για labels όπως η Νίνα, η Venus, η Sonora, η General και άλλες. Πηνειώτης. Σούκας. Χριστοδουλόπουλος. Ξιφαράς. Βλάσσης. Ρέα Κούκα. Χαρούλα Ντάνου. Καίτη Ντάλη. Καρουσάκης. Βολιώτης. Καμπουρίδης. Ψιλόπουλος. Μπουλουγουράς. Σαλαμπάσης. Καφάσης. Αθανασιάδης. Φλωρινιώτης. Λαϊκοδημοτικοί, λαϊκοί, βρίσκουν τον δρόμο τους εδώ πριν μεταπηδήσουν σε μεγαλύτερες εταιρείες. Αλλοι με εκπληρωμένη διαδρομή καταλήγουν εδώ λόγω των μεταβολών στο τραγούδι που ήδη από τα μέσα του ’70 γίνεται πιο pop.

Οι καραμπόλες

Αν ένα μέρος της ιστορίας του λαϊκού τραγουδιού είναι τα καταναλωτικά ήθη, ένα άλλο μέρος είναι οι καραμπόλες που μετακινούν τα πρόσωπά του στις γωνίες του τραπεζιού. Γρήγορα ο Κώστας Μοναχός συναντά τον συνθέτη, παραγωγό και ηθοποιό, γνωστό για τη ροπή του στο σατιρικό είδος Ηλία Μεγαλούδη. Και γρήγορα κάνει δίσκο 45άρι: «Θα τα πιω απόψε πάλι» και «Να ήμουν παλικάρι». Ο ψηλός έχει μπει στον νέο κόσμο. Αρχές πια δεκαετίας του ’80 και το ΠΑΣΟΚ έχει δώσει τον χώρο και τον τρόπο να κυριαρχούν πολλές παραλλαγές της νύχτας και για όλα τα κοινά. Και κιτς και μεγάλες φωνές. Και μπουζουκική ορθοδοξία και ελαφρά θεάματα. Αυτό που εκ των υστέρων ονοματίστηκε «σκυλάδικο» με μπόλικο όρο παρανόησης, δεν ήταν παρά το μικρομεσαίο νυχτερινό κέντρο που απλώς δεν εγγραφόταν τότε και ήδη από τα μέσα του ’60 ή του ’70 στο κεντρικό κύκλωμα της βιομηχανίας της μεγάλης σάλας («Φαντασία», «Δειλινά», «Νεράιδα» κ.ά.). Ούτε όμως ευτελές ήταν, ούτε οι τραγουδιστές και οι μουσικοί που δέσποζαν σε αυτό ήταν υποδεέστεροι των άλλων. Το αντίθετο. Ο κόσμος αναζητούσε το κλίμα και το τελευταίο διαμορφωνόταν από τον εκάστοτε τραγουδιστή και την ορχήστρα.

Τα κέντρα για όλα τα 70s, τα 80s και τα 90s σχημάτιζαν ένα πολύπλοκο οικοσύστημα που είχε από μπαλέτα μέχρι κονσομασιόν και από μπριζόλα και χορούς για τις κλαδικές οργανώσεις των κομμάτων ή των σωματείων μέχρι σκληρή «κάτω νύχτα» (που έλεγε ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης). Ο Μοναχός που λανθασμένα τώρα που έφυγε για πάντα στα 76 του προσδιορίστηκε απλώς ως «σκυλάς» ήταν ένας ολοκληρωμένος λαϊκός τραγουδιστής που δούλεψε σε πολύ καλά κέντρα και ήταν συχνά και πρώτο όνομα στη μαρκίζα. Και σε μια εποχή που ακόμη ζούσε ένας Στράτος ή ένας Μανώλης Αγγελόπουλος.

Ερωτικό λαϊκό

Αφοσιώθηκε κυρίως στο ερωτικό λαϊκό, έκανε ένα περίφημο ντουέτο (για 14 χρόνια) με την πρώτη γυναίκα του και επίσης πολύ καλή ερμηνεύτρια Μαρία Ρούσσου ενώ ήταν πάντα ανοιχτός σε νεωτερισμούς στην ορχήστρα του, του άρεσαν τα ντραμς, τα σίνθι κ.λπ., ήταν μοντέρνος και σοβαρός. Αυτό βέβαια που έχει κάνει επιτυχία στην εποχή του, διαβάζεται αλλιώς από τις επόμενες εποχές. Τώρα που ο Κώστας πέθανε, μια ολόκληρη νέα δημοσιολογία τον κατέταξε στο «λούμπεν» ή «καλτ» είδος. Κι όμως μια σοβαρή παρατήρηση σε βίντεο από σάλες και κέντρα του ’80 να κάνεις μέσω του YouTube βλέπεις πως ο Μοναχός διασκέδαζε τη μεσαία τάξη της τότε εποχής. Και για μια δεκαπενταετία και παραπάνω είχε ο ίδιος επιτυχία με σουξέ («Θα με θυμηθείς», «Είμαι τρελός και ό,τι θέλω κάνω», «Εσύ θα μου τα φας», «Ηρθα να σου πω μια καλησπέρα» κ.ά.), με υψηλά νυχτοκάματα, με θαμώνες Αραβες που ξόδευαν πολλά, με ελίτ πελατών που τον επέλεγαν για τις μικρές ώρες. Ο Μοναχός βέβαια, όπως και μεγάλο μέρος της γενιάς του, δεν είχε την ομαλή πορεία στο τραγούδι. Δύο χωρισμοί που του στοίχισαν, οικονομικά προβλήματα, μια δισκογραφία και ένα τραγούδι που εν τω μεταξύ άλλαζε και άφηνε έξω τον παλιό κόσμο, έφτιαξαν ένα περιβάλλον στενό για τον ίδιο.

Πληγωμένος

Τα τελευταία χρόνια έκανε αραιές εμφανίσεις (Play Boy στο Κερατσίνι) ή με σκόρπια κομμάτια αλλά και περάσματα από την τηλεόραση ή από πρώτες σελίδες ελαφρού Τύπου. Ούτε αυτό ήταν ο Μοναχός, ούτε αυτό του άξιζε. Σαν Φιλοκτήτης είχε μείνει πληγωμένος πίσω από τον Τρωικό Πόλεμο της νύχτας και της σόου μπιζ. Κι είναι πικρό αν σκεφτείς πως σήμερα κάνουν καριέρα άνθρωποι με τη μισή του φωνή. Οπως και να ‘χει, η είδηση του θανάτου του συγκίνησε ένα παλιό κοινό που είχε ωραίες μνήμες και βιώματα από τα κέντρα του Κώστα. Από την παρουσία και τα τραγούδια του. Και το ωραιότερο με τη μνήμη είναι πως σου ανήκει πάντα. Ως μέρος του εαυτού σου.