
Το γεγονός ότι η είδηση πως υπάλληλος που συνέβαλε αποφασιστικά στην αποκάλυψη του σκανδάλου με τις παράνομες επιδοτήσεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ τιμωρήθηκε πειθαρχικά, με περικοπή αποδοχών, επειδή αποκάλυψε στοιχεία για εκτεταμένες παραβατικές συμπεριφορές, συνέπεσε με την κυβερνητική ανακοίνωση ότι τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση νομοσχέδιο που καθιστά ακόμη πιο αυστηρό το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, αλλάζοντας και τη σύνθεση των πειθαρχικών οργάνων, είναι ομολογουμένως μια πολύ ενδιαφέρουσα σύμπτωση. Ούτως ή άλλως, οι αποκαλύψεις για το συγκεκριμένο σκάνδαλο, όπως και για άλλες πλευρές του κυβερνητικού έργου, είχαν θέσει σε αμφισβήτηση την κυβερνητική επιμονή ότι για τη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού χρησιμοποιήθηκαν κυρίως κριτήρια αριστείας.
Στην ίδια κατεύθυνση πρέπει να σπρώξει τη σκέψη μας και το γεγονός ότι ένας από τους χώρους όπου κατεξοχήν υπάρχει αντιπαράθεση για πειθαρχικές διώξεις δημοσίων υπαλλήλων είναι αυτός της δημόσιας εκπαίδευσης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, όπου οι σχετικές πειθαρχικές διώξεις δεν αφορούν περιπτώσεις που εντάσσονται στην τυπική εικόνα του ανεπαρκούς ή επίορκου υπαλλήλου, αλλά συνδικαλίστριες και συνδικαλιστές που αντιδρούν στον τρόπο που θεσμοθετείται μια εκδοχή αξιολόγησης που παραπέμπει στον αλήστου μνήμης «επιθεωρητισμό». Εχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με διώξεις που έχουν συνδικαλιστικό ή πολιτικό χαρακτήρα, με τις κινητοποιήσεις συμπαράστασης υπέρ των διωκομένων να καταδεικνύουν ότι μάλλον δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιες περιπτώσεις υπαλληλικής παραβατικότητας. Η συμπερίληψη μάλιστα στο σχέδιο νόμου για το πειθαρχικό δίκαιο μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης της άρνησης συμμετοχής σε δύο συνεχόμενες περιόδους αξιολόγησης είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εργαλειοποίησης του πειθαρχικού δικαίου για τη θεσμικά βίαιη επίλυση μιας συνδικαλιστικής αντιπαράθεσης.
Βεβαίως, όλα αυτά συνδυάζονται με μια συνολικότερη στοχοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων με την αξιοποίηση ενός φάσματος στερεοτύπων, περί της αναποτελεσματικότητάς τους ή της περιφρόνησης των αναγκών των πολιτών, που έχει κορυφωθεί και με την όλη συζήτηση για την κατάργηση της μονιμότητάς τους – παραβλέποντας ότι αυτή στηρίζεται και σε ειδικό τρόπο διορισμού τους – στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης, μια σχεδόν κυνική υπόσχεση «ισότητας» ως προς την εργασιακή επισφάλεια.
Στον πυρήνα αυτής της πολιτικής κατεύθυνσης βρίσκεται ένα ιδιότυπο ιδεολογικό μίσος για το Δημόσιο και κατ’ επέκταση τους λειτουργούς του. Η τιμωρητική αυτή εμμονή εις βάρος των δημοσίων υπαλλήλων έρχεται να συμπληρώσει την εξίσου εμμονική αντιμετώπιση του δημόσιου τομέα ως εξ ορισμού ανεπαρκούς και την εξιδανίκευση του ιδιωτικού τομέα. Μόνο που αυτού του είδους ο νεοφιλελεύθερος αντικρατισμός – καθόλου ορατός, βέβαια, όταν πρόκειται για την αξιοποίηση του κρατικού μηχανισμού για τη διαμόρφωση ευνοϊκότερου κομματικού συσχετισμού – προσπερνά την απλή πραγματικότητα ότι οι άνθρωποι για τους οποίους μιλάμε, οι εκπαιδευτικοί των δημόσιων νηπιαγωγείων, δημοτικών σχολείων, γυμνασίων και λυκείων, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων και δομών υγείας, αυτές και αυτοί που εργάζονται στην Τοπική αυτοδιοίκηση, για να δώσουμε μερικά μόνο παραδείγματα, κρατούν τη χώρα αυτή όρθια.