
Γιατί έχασε την εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019; Μπορεί κανείς να αναζητήσει άπειρες αιτίες και ερμηνείες. Αλλά ο βασικός λόγος είναι ότι είχε συγκροτηθεί γύρω από μια κεντρική ιδέα: ότι υπάρχει η εναλλακτική μιας εξέγερσης κατά των ευρωπαϊκών μνημονίων που δεν οδηγεί στην καταστροφή. Οταν ήρθε η διάψευση και η αποδοχή της, έλειψε πια η θεμελιώδης συνεκτική πρόταση. Τα υπόλοιπα απλώς επιτάχυναν ένα προδιαγεγραμμένο τέλος.
Γιατί κέρδισε την εξουσία η Νέα Δημοκρατία; Ξεκινώντας την πρώτη τετραετία του, ο κ. Μητσοτάκης έδωσε μία κεντρική υπόσχεση: τη σταθεροποίηση της χώρας. Περνώντας μέσα από διαρκείς κρίσεις – από το Μεταναστευτικό στον Εβρο μέχρι την πανδημία – και από υποθέσεις που τον στοιχειώνουν ακόμη – από τις υποκλοπές μέχρι την τραγωδία των Τεμπών – κατάφερε να έχει τη μεγαλύτερη διαφορά από το δεύτερο κόμμα από το 1974. Η κοινή γνώμη αναγνώρισε ότι πέρα από βαρύτατες επιμέρους αστοχίες – θεσμικές και διαχειριστικές – εκπλήρωσε τη βασική του δέσμευση. Πράγματι, η Ελλάδα σταθεροποιήθηκε, οικονομικά και πολιτικά.
Μετά το 2023, ο κ. Μητσοτάκης προβάλλει ένα άλλο κεντρικό πρόταγμα. Τη διαχείριση. Οτι, δηλαδή, σε μια ιστορική φάση όπου οι ιδεολογίες έχουν υποχωρήσει και το γενικό πλαίσιο της πολιτικής είναι καθορισμένο – και με ευρωπαϊκούς περιορισμούς – σημασία έχει η παρουσία ενός πρωθυπουργού που να μπορεί, μαζί με ένα πυρήνα συνεργατών, να παίρνει τις καίριες αποφάσεις. Ταυτόχρονα, ότι ο ίδιος μαζί με αυτό τον στενό κύκλο (που ονομάστηκε ευφημιστικά «επιτελικό κράτος») μπορούν να λειτουργήσουν, εκτός από παρακαμπτήρια, και ως καταλύτης για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης – κυρίως μέσω της εισαγωγής νέων τεχνολογιών. Το μήνυμα, λοιπόν, ήταν ένας ικανός διαχειριστής, εγγυτής μιας χρηστής, αποτελεσματικής διοίκησης σε ένα καλύτερο κράτος. Και μετά ήρθε ο ΟΠΕΚΕΠΕ.
Ο κ. Μητσοτάκης ως αρχηγός της ΝΔ υποσχέθηκε ένα άλλο κόμμα. Και ως Πρωθυπουργός ένα άλλο κράτος. Το 2016, μετά την εκλογή του, έκανε μια κεντρική επιλογή. Να μην τολμήσει την ίδρυση ενός νέου φορέα, αλλά να προχωρήσει με την ιστορικότητα αλλά και τα βάρη του κόμματος που ίδρυσε ο Καραμανλής. Η συντηρητική παράταξη στην Ελλάδα δεν είχε ποτέ κεντρομόλο ιδεολογία (κι όταν εμφανίστηκε, με τη μικρή ομάδα των νεοφιλελεύθερων, τους βδελυσσόταν μέχρι που τους απέπεμψε). Η συγκολλητική της ουσία ήταν η εκλογική επικράτηση. Εβλεπε τον εαυτό της ως το φυσικό κόμμα της εξουσίας. Γι’ αυτό και ανασυντάχθηκε τόσο γρήγορα ακόμη και ύστερα από ιστορικές ήττες – από την εποχή του Παναγή Τσαλδάρη μέχρι το 1963, το 1981, ακόμη και το 2015. Το κόμμα που αποκαλύπτεται σήμερα από τους διαλόγους στη δικογραφία για τον ΟΠΕΚΕΠΕ είναι ένας γνήσιος διάδοχος του παλαιοκομματισμού. Και ο παλαιοκομματισμός στηρίζεται στη διάβρωση του κράτους από τον κομματικό μηχανισμό. Γι’ αυτό και το συγκεκριμένο σκάνδαλο έχει καταστροφικό δυναμικό. Επειδή απογυμνώνει την αποκρουστική πραγματικότητα, όπου τα βουλευτικά γραφεία έχουν την ίδια αποφορά με μια στάνη, από το ευρωπαϊκό ένδυμα που της φοράει, με πανθομολογούμενη επάρκεια, ο κ. Μητσοτάκης στις διεθνείς εμφανίσεις του. Επειδή διαψεύδει – για την ακρίβεια: καταρρακώνει – το αφήγημα του ικανού διαχειριστή και μεταρρυθμιστή. Και χωρίς αυτό, ο πολιτικός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει νόημα, ούτε ως Πρωθυπουργός ούτε ως αρχηγός της ΝΔ.