
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν επήλθε το «τέλος της ιστορίας» και των συγκρούσεων, ούτε η «αιώνια ειρήνη», αλλά το διεθνές σύστημα παραμένει άναρχο (δεν υφίσταται ανώτατη ρυθμιστική εξουσία πέρα από τα κράτη) προσιδιάζοντας περισσότερο σε «ζούγκλα» παρά σε «ζωολογικό κήπο». Αυτή η τάση γίνεται εντονότερη, ιδιαίτερα μετά την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, όπου το διεθνές δίκαιο και οι διεθνείς οργανισμοί/θεσμοί υποχωρούν δραματικά, έναντι του συμφέροντος και της ισχύος.
Σε αυτό το νέο αβέβαιο, ασταθές και ρευστό διεθνές περιβάλλον ασφάλειας, η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να διασφαλίσει την ασφάλεια του ελληνικού λαού σε όλες τις διαστάσεις της (στρατιωτική, οικονομική, πολιτική, κοινωνική, περιβαλλοντική) οι οποίες επηρεάζονται από τις υβριδικές απειλές: «συνδυασμένα στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα, καθώς και συγκεκαλυμμένα και ανοιχτά μέσα, περιλαμβανομένων της παραπληροφόρησης, των κυβερνοεπιθέσεων, της οικονομικής πίεσης, της ανάπτυξης μη συμβατικών στρατιωτικών ομάδων και της χρήσης τακτικών στρατιωτικών δυνάμεων».
Οι υβριδικές μέθοδοι καθιστούν δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ πολέμου και ειρήνης και στοχεύουν στην επίτευξη πολιτικών αποτελεσμάτων αποσταθεροποιώντας και υπονομεύοντας όχι μόνον κυβερνήσεις, αλλά και ολόκληρες κοινωνίες. Πιο συγκεκριμένα, στοχοποιούν τους ακόλουθους τομείς: πολιτικό, στρατιωτικό/αμυντικό, οικονομικό, πολιτισμικό, κοινωνικό, νομικό, περιβαλλοντικό τομέα, αλλά και τη δημόσια διοίκηση, τις κρίσιμες υποδομές, τον κυβερνοχώρο, το Διάστημα, τη διπλωματία, τις υπηρεσίες πληροφοριών, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (ιδιαίτερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Περιορίζονται μόνον από την ανθρώπινη φαντασία και τους περιορισμούς της τεχνολογίας.
Οπως όλες οι δυτικές δημοκρατίες που εξαρτώνται από την τεχνολογία, έτσι και η Ελλάδα είναι ευάλωτη σε πρακτικές υβριδικού πολέμου (π.χ. εργαλειοποίηση Μεταναστευτικού: Εβρος 2020, Λιβύη 2025) και πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τις υβριδικές απειλές, α) διαμορφώνοντας ορθή αντίληψη της απειλής, β) διαμορφώνοντας αξιόπιστη έγκαιρη προειδοποίηση και εντοπίζοντας τρωτά σημεία στη δημόσια διοίκηση, στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και στην κοινωνία, γ) εκτελώντας μια έγκαιρη, συνεκτική και αποτελεσματική αντίδραση στην απειλή, αλλά και παρακολούθηση και επανεκτίμηση της αποτελεσματικότητας των αντιμέτρων που λαμβάνονται, ώστε να εξουδετερωθεί η απειλή, δ) ενδυναμώνοντας την ανθεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας, έτσι ώστε ύστερα από μία υβριδική επίθεση να μπορέσει σύντομα να αναδιοργανωθεί και να αντιδράσει, ενώ θα έχει ελαχιστοποιήσει όσο το δυνατόν γίνεται τις ζημιές.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθούν τα παραπάνω είναι οι ακόλουθες: α) μία ολιστική προσέγγιση, όπου εμπλέκεται η κυβέρνηση και η δημόσια διοίκηση, ο ιδιωτικός τομέας και ολόκληρη η κοινωνία, β) μία «υβριδική πολιτική ασφάλειας» στο πλαίσιο της ευρύτερης στρατηγικής εθνικής ασφάλειας, γ) ένα δόγμα αντιμετώπισης των υβριδικών απειλών, δ) ένα κέντρο λήψης αποφάσεων, ε) η δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου συνεργασίας μεταξύ των κρατικών υπηρεσιών και του ιδιωτικού τομέα, στ) σημαντική επένδυση στον τομέα της πληροφόρησης (Intelligence), γενικότερα και ειδικότερα στην ανάλυση πληροφοριών και την πρόβλεψη (εκμεταλλευόμενοι και τις δυνατότητες που παρέχουν η τεχνητή νοημοσύνη, το Διαδίκτυο των πραγμάτων και τα μεγάλα δεδομένα).
Ο Ιωάννης Λ. Κωνσταντόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Οικονομικής Διπλωματίας στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς