«Χρυσές» ξαπλώστρες

Το λαλάρισμα του κόκορα, πρωί στο χωριό, ήταν η παρακίνηση για να ξεκινήσει η καυτή μέρα, με θερμοκρασίες που προκαλούσαν παραζάλη. Το πιο αποτελεσματικό αντίδοτο ήταν η θάλασσα. Κι ήμασταν σίγουροι ότι θα την απολαύσουμε γιατί ήταν ακόμα πολύ νωρίς, άρα δεν θα συναντούσαμε τις γνωστές ορδές των αλαλαζόντων λουομένων, των επίδοξων… Τσιτσιπάδων που επιμένουν να παίζουν μπροστά στον κόσμο, κάποιων πιτσιρικάδων που κουβαλάνε μαζί τους ένα ηχείο και ακούνε μουσική στη διαπασών θεωρώντας την παραλία δική τους.

Αλλά με την άφιξή μας, η παραζάλη έφτασε στο ανώτατο όριο, αφού εκεί ανακαλύψαμε και σημεία και τέρατα! Αραγε το επόμενο βήμα ήταν το εγκεφαλικό;

Στις εννιά το πρωί λοιπόν η παραλία ήταν άδεια αλλά οι ξαπλώστρες γεμάτες! Τις είχαν καβατζάρει με πετσέτες ώστε να μπορούν να έρθουν τα πελατάκια με το πάσο τους στις έντεκα, στις δώδεκα ή και αργότερα. Τίποτα δεν είχε γίνει αυθαίρετα αλλά με την άδεια του μαγαζιού και φυσικά με το αζημίωτο. Στο χωριουδάκι έτσι; Οχι στη Μύκονο, στη Σαντορίνη, στην Πάρο και σε μερικά ακόμα πανάκριβα θέρετρα. Ρεζερβέ στο χωριό!

Σε ελάχιστα λεπτά, όταν κάποιοι άλλοι έψαχναν μια ομπρέλα και δυο ξαπλώστρες, λύθηκε το… μυστήριο! Ο καταστηματάρχης απάντησε με επίθεση στην επίθεση που δέχτηκε για τις αυθαιρεσίες του.  «Για τις μπροστινές ξαπλώστρες ο άλλος πληρώνει ακόμα και πενήντα ευρώ ενώ θα πάρει και ποτό και φαγητό. Τι θες δηλαδή; Να μην τον βολέψω για να βάλω εσένα που θα πάρεις έναν καφέ; Ενα-ενάμιση μήνα δουλεύουμε και πρέπει να τα πάρουμε»! Μάλιστα, μάλιστα, που έλεγε και ο «κύριος Χατζηαντωνίου» στα Κίτρινα Γάντια. Ή πληρώνεις αδρά για να έχεις μια ξαπλώστρα στο κύμα ή παίρνεις τα κουβαδάκια σου και πας σε άλλη παραλία, που κατά πάσα βεβαιότητα θα συναντήσεις τα ίδια ακριβώς, μπορεί και χειρότερα. Και για να τα καταφέρεις, θα πρέπει να ξεπαρκάρεις, να εκτεθείς στον ήλιο, να ψάξεις ξανά πάρκινγκ, να περπατήσεις και να ξανακουβαλήσεις τα συμπράγκαλα, να αρχίσεις νέες διαπραγματεύσεις και πάει λέγοντας. Διευκρίνιση για τρίτη φορά: για το χωριό μιλάμε έτσι;

Γιατί σε άλλα σημεία της χώρας, η κατάσταση είναι έως και τραγική. Φεύγεις σαν δαρμένο σκυλί όταν ακούς ότι οι μπροστινές ξαπλώστρες στοιχίζουν ακόμα και εκατόν πενήντα ευρώ, αν και βέβαια πάντα υπάρχει και το παραπάνω! Στη Βουλιαγμένη για παράδειγμα, το κόστος για ένα σετ ξαπλώστρας το Σαββατοκύριακο έφτασε ακόμα και τα διακόσια τριάντα πέντε ευρώ (235!), ενώ υπάρχουν και τα σαράντα ευρώ σε μια ταπεινή παραλία! Τριάντα ο Σχινιάς το Σαββατοκύριακο, μόνο δεκαπέντε τις καθημερινές.

Η απορία είναι ειλικρινής. Ποιοι είναι αυτοί που πληρώνουν τόσα χρήματα για ένα μπάνιο; Ποιοι είναι αυτοί που τα δίνουν κάθε μέρα; Προφανώς ζουν ανάμεσά μας! Και – επίσης προφανώς – κάποιοι απ’ αυτούς διαμαρτύρονται για την ακρίβεια στα σουπερμάρκετ. Ομως για την ομπρέλα – πρώτη μούρη στο Καβούρι – πληρώνουν αγόγγυστα.

Κι ενώ με τον νέο νόμο που ανάγκασε τους μαγαζάτορες να αφήνουν ελεύθερο χώρο στις παραλίες υπάρχει όντως η δυνατότητα να καθίσει κάποιος, λίγοι το κάνουν. Αλλιώς είναι με την πετσέτα στην άμμο κι αλλιώς η «χλίδα» του ρεζερβέ. Αυτό είναι το trendy!  Δεν φταίνε λοιπόν μόνο τα μαγαζιά, αφού – κατά τον αείμνηστο Στράτο Διονυσίου – όσο υπάρχει τράπουλα θα βγαίνουνε ρηγάδες! Οι νόμοι της αγοράς είναι συγκεκριμένοι. Οσο υπάρχουν πελάτες που πληρώνουν αυτά τα λεφτά, κάποιοι μάλιστα σε καθημερινή βάση, αυτές θα είναι οι τιμές. Α, και βοήθειά μας. Του χρόνου η αυξησούλα θα είναι μικρή αλλά θα την απορροφήσει το φιλοθεάμον κοινό…