
Ελάχιστοι θα διαφωνήσουν, ενδεχομένως μερικοί ιεραπόστολοι, αλλά η ιδιοτέλεια είναι πιο αξιόπιστο κίνητρο από τον αλτρουισμό. Ιδίως στην πολιτική. Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε απόφαση, κάθε παρέμβαση, κάθε διορθωτική κίνηση έχει στη βάση του σχεδιασμού τα πολιτικά οφέλη που προσκομίζει ή τον περιορισμό της ζημιάς που έχει επέλθει. Τα πιθανά ευεργετικά αποτελέσματα για τους πολλούς είναι παρεπόμενο που επίσης μπορεί να ευνοήσει εκείνους που αποφασίζουν. Εν ολίγοις, εάν στο κυβερνητικό επιτελείο αναζητούν διόρθωση πορείας στο ζήτημα του ΟΠΕΚΕΠΕ, προαναγγέλλοντας σε αυστηρούς τόνους εξονυχιστικούς ελέγχους για επιστροφή των κονδυλίων που καταβλήθηκαν παρανόμως, ο κεντρικός στόχος είναι να καλύψουν τη δική τους ευάλωτη πλευρά. Και να αποφύγουν ανεξέλεγκτες δημοσκοπικές καταστάσεις. Για τους πολλούς τα πράγματα θα ήταν σαφώς καλύτερα εάν οι έλεγχοι είχαν γίνει στην ώρα τους και πάντως προτού αναλάβει δράση η ομάδα της Λάουρα Κοβέσι. Οπως δεν σχετίζεται με το δημόσιο συμφέρον όποια απόφαση κι αν υπηρετήσει η κυβερνητική πλειοψηφία για το ζήτημα της Προανακριτικής. Από τον κανόνα σαφώς δεν εξαιρείται η αντιπολίτευση – για ένα ζήτημα που έχει στην αφετηρία του τοπικές εξυπηρετήσεις πριν εξελιχθεί σε εθνικό σκάνδαλο. Κάθε κίνηση, άλλωστε, με την οποία η αντιπολίτευση προσδοκά να στριμώξει την κυβέρνηση, πρωτίστως αποβλέπει στην αύξηση του δικού της ζωτικού χώρου.
Χωρίς να είναι ευδιάκριτα κάποια στοιχεία αλτρουισμού, στο σκηνικό που διαμορφώνεται έχει ενδιαφέρον ότι έρχεται να προστεθεί και η παράμετρος των επιστροφών. Το προσκλητήριο των «91» με αποδέκτες τον Αντώνη Σαμαρά και τον Κώστα Καραμανλή δημιουργεί παρενέργειες στη δεξιά πλευρά του πολιτικού άξονα, αλλά περισσότερη σκόνη φαίνεται να έχει σηκώσει, εν μέσω θέρους, η κινητικότητα του Αλέξη Τσίπρα. Με αφορμή τη δεκαετία από το δημοψήφισμα και μια αναβίωση της σύγκρουσης για τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στο Προεδρικό – που έφερε την kolotoumba – ο πρώην πρωθυπουργός εμφανίζεται να επιζητεί «πολιτική δικαίωση» και πίσω από τις γραμμές των δημόσιων παρεμβάσεών του να δηλώνει πολιτικά «παρών». Ξεκάθαρες απαντήσεις για μια σειρά ερωτημάτων που ήδη ανακύπτουν, δεν υπάρχουν προσώρας, ίσως επειδή δεν έχει καταλήξει και ο ίδιος ποιον δρόμο θα ακολουθήσει. Θέλει ο Τσίπρας να ηγηθεί ενός νέου «προοδευτικού μετώπου»; Αγωνιά για τον πολυκερματισμό και τη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ που κινείται ξανά πλησίον της άγονης γραμμής, μόλις έξι χρόνια μετά το κυβερνητικό άλμα του; Ενδεχομένως σύντομα κάποια κομμάτια στο παζλ να συμπληρωθούν, αλλά είναι προφανές ότι η κινητικότητα του Τσίπρα δεν αποβλέπει στη συγκέντρωση υλικού για τα απομνημονεύματά του.
Στην πραγματικότητα, ο Τσίπρας δεν ηγήθηκε ποτέ μιας νέας Κεντροαριστεράς – αν και θα μπορούσε. Ο ίδιος γνωρίζει καλά ότι οι χαμένες ευκαιρίες στην πορεία του είναι πολλές, τόσες που δημιουργούν αμφιβολίες εάν υπάρχουν ακόμη άλλες πολιτικές ζωές για να εξαντλήσει. Οπως είναι εξίσου πρόδηλο ότι η συζήτηση για την επιστροφή των πρώην δεν έχει να κάνει τόσο με τους δικούς τους σχεδιασμούς όσο με την αδυναμία της αντιπολιτευτικής σκηνής να αναδείξει αντίπαλο με προοπτικές απέναντι στον Μητσοτάκη. Μπορεί το 70% και πλέον του εκλογικού ακροατηρίου να εκφράζει έντονη δυσαρέσκεια για τα κυβερνητικά πεπραγμένα, αλλά η απόσταση από τον δεύτερο επιτρέπει ακόμη στον Μητσοτάκη να κινείται με όρους πολιτικής κυριαρχίας. Ή τουλάχιστον με την άνεση εκείνου που, παρά τη φθορά, εξακολουθεί να έχει τον πρώτο λόγο, ελλείψει πρωθυπουργήσιμων. Στον πίνακα του «καταλληλότερου πρωθυπουργού» μόνον ο Μητσοτάκης και ο «κανένας» καταγράφουν διψήφια ποσοστά και εμφανίζονται ως ανταγωνιστές. Αλλά αυτό δεν είναι πρόβλημα του Μητσοτάκη.
Η συζήτηση για μια νέα ευκαιρία του 51χρονου Αλέξη Τσίπρα εδράζεται περισσότερο στην ηλικία του, σε σχέση με άλλους πρώην πρωθυπουργούς, παρά στη δημιουργία κάποιου κοινωνικού ρεύματος για την επιστροφή του. Στο τέλος της ημέρας ο Τσίπρας θα αποφασίσει τι συμφέρει περισσότερο τον Τσίπρα. Ιεραπόστολος δεν δήλωσε ποτέ.