Δασμοί και ΕΕ: η διαχείριση μιας σχέσης

Λίγο πριν λήξει το τελεσίγραφο, η ΕΕ υπέκυψε. Δέχτηκε ένα ασαφές πακέτο, με 15% δασμούς (σχεδόν) παντού, συνοδευόμενο από δεσμεύσεις για επενδύσεις στις ΗΠΑ και αγορές προϊόντων όπως φυσικό αέριο. Το «μεγαλύτερο ντιλ στην Ιστορία» μοιάζει με το ιαπωνικό, ενώ με 15% είναι καλύτερο από το επαπειληθέν 30%. Παρά ταύτα είναι χειρότερο από την πρότερη κατάσταση και, σύμφωνα με πολλούς, υποδεέστερο από αυτό που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί. Προκύπτουν δύο ερωτήματα: Πρώτον, είναι η συμφωνία όντως χειρότερη από το εφικτό;  Δεύτερον, αν ναι, γιατί υποχώρησε η ΕΕ;

Η ΕΕ είχε κατέβει στην αρένα με την καλύτερη ομάδα. Αυτή με τη φρέσκια εμπειρία από τον θρίαμβο με τη Βρετανία και το πακέτο που συνόδευσε τελικά το Brexit. H ομάδα είχε στη διάθεσή της το διαπραγματευτικό υπερόπλο, το «εργαλείο αποτροπής του καταναγκασμού» (anti-coercion instrument). To νεότευκτο εργαλείο, φτιαγμένο με την Κίνα κατά νου, παρακάμπτει τη δυνατότητα βέτο, επιτρέπει στην Κομισιόν να εξουδετερώνει οικονομικούς εκβιασμούς. Μπορεί να περιορίσει την πρόσβαση στην εσωτερική αγορά, στις προμήθειες, επιστρατεύοντας ακόμη και υγειονομικές οδηγίες. Ομως, το εργαλείο κρατήθηκε στη θήκη του. Αλλα ισχυρά επιχειρήματα, επίσης, έπαθαν αφλογιστία: Ο ισχυρισμός ότι το ισοζύγιο κλίνει υπέρ της ΕΕ εξετάζει μόνο το εμπόριο σε αγαθά, όπως αυτοκίνητα, τυριά και κρασιά. Αν συμπεριληφθούν υπηρεσίες και πληρωμές δικαιωμάτων σε οργανισμούς όπως το Google (δηλαδή το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών), η ανισομέρεια εξαφανίζεται.

Γιατί, λοιπόν, η αυτοσυγκράτηση; Η απρόσμενη ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας είχε ρόλο. Αν και οι δασμοί έχουν ήδη αυξηθεί, η μακροοικονομία των ΗΠΑ συνεχίζει απτόητη:  Προβλέψεις θεμελιωμένες στην οικονομική ανάλυση για τον πληθωρισμό ή την ανάπτυξη δεν επιβεβαιώνονται. Τα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα που καταλήγουν ότι οι δασμοί θίγουν όλους, ή ότι τελικά η νύφη χρεώνεται στον αμερικανό καταναλωτή δεν πείθουν, όταν οι δείκτες ευημερούν. Το ότι τα προβλήματα αποκρύπτονται εξαιτίας επενδυτικής μανίας για την τεχνητή νοημοσύνη, ή από τις προσδοκίες φορολογικών ελαφρύνσεων σε μεγάλες επιχειρήσεις, θα αποδειχθούν ορθά σε τελική ανάλυση, αλλά ελάχιστα βοήθησαν τους θιασώτες του ελεύθερου εμπορίου στη διαπραγμάτευση.

Η οικονομική ανάλυση βασίζεται στην υπόθεση του ceteris paribus, «τα λοιπά σταθερά», προκειμένου να εξεταστεί το κάθε αντικείμενο μόνο του. Ομως, ο πραγματικός κόσμος δεν είναι έτσι. Δεν έρχονται οι απειλές συντεταγμένες, μία – μία, αλλά ακανόνιστα και όλες μαζί. Ετσι, η τεχνητή νοημοσύνη επικάθεται στα αποτελέσματα των δασμών. Ομως, η υπόθεση των δασμών προσκρούει και σε άλλη διάσταση του πραγματικού κόσμου:  Δεν εξετάζουμε τη μετάβαση από ένα σημείο οικονομικής ισορροπίας σε άλλο, αλλά διαχειριζόμαστε μια συνολική σχέση, που προεκτείνεται πολύ πέραν της οικονομίας. Παράλληλα, αφορά αβεβαιότητες που σίγουρα καλύπτουν κατ’ ελάχιστον τα υπόλοιπα 3,5 χρόνια της θητείας του προέδρου.

Με άλλα λόγια, με το πακέτο δασμών δεν τελειώσαμε. Στο νέο γεωοικονομικό παιχνίδι η σημερινή συμφωνία δεν είναι παρά μόνο μία (αποφασιστική) κίνηση. Αποδέχεται κάποιες δυνητικές απώλειες σε ένα πεδίο σήμερα, προκειμένου να μπορεί να διαχειριστεί τα πιθανώς χειρότερα σε άλλα πεδία αύριο. Οταν καραδοκεί εξωτερική απειλή, και όσο ακόμη η αυτόνομη ευρωπαϊκή άμυνα καθυστερεί, προέχει η διαχείριση της συνολικής σχέσης με τον απρόβλεπτο ηγεμόνα.

Ο Πλάτων Τήνιος είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.