Ακούσια νοσηλεία: Τα όρια, οι στρεβλώσεις και το κοινωνικό στίγμα

Η εισαγωγή του τραγουδιστή Γιώργου Μαζωνάκη πριν από λίγες μέρες στο Δρομοκαΐτειο για ακούσια εξέταση έπειτα από αίτημα της αδελφής του συζητήθηκε πολύ στη δημόσια σφαίρα, στρέφοντας τη συζήτηση σε έναν παλιό θεσμό του νομικού μας συστήματος, αυτόν της ακούσιας εξέτασης και νοσηλείας. Θεσμό που, επί της ουσίας, έχει ως στόχο την προστασία ενός εν δυνάμει ασθενούς. Η υπόθεση του Γ. Μαζωνάκη έληξε με το εξιτήριό του από το νοσοκομείο μετά την εξέταση καθώς δεν προέκυψε πως ήταν απαραίτητη κάποια νοσηλεία, πολλά δημοσιεύματα όμως μιλούσαν για την κατάσταση στιγματιστικά, με πολλές ανακρίβειες. Η συζήτηση για έναν από τους πλέον ιδιάζοντες νομικούς θεσμούς είχε φουντώσει. Ιδιάζοντες γιατί κανονικά δεν νοείται στέρηση της ελευθερίας χωρίς προηγούμενη δικαστική κρίση. Και γιατί, αυτό που δεν ειπώθηκε ρητά απ’ όσους τοποθετήθηκαν επί του ζητήματος, είναι πως, όταν παραγγέλλεται εισαγγελικά μια ακούσια εξέταση, το άτομο δεν είναι ούτε ασθενής, ούτε φυσικά κρατούμενος. Ενώ, επίσης, το ότι παραγγέλλεται η ακούσια εξέταση δεν σημαίνει ότι θα ακολουθήσει απαραίτητα και ακούσια νοσηλεία.

«ΤΑ ΝΕΑ» απευθύνθηκαν σε δικαστικούς και ψυχιάτρους ζητώντας τους να καταθέσουν τη δική τους οπτική για τον θεσμό. Είναι αποτελεσματικός και αναλογικός; Τι θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα;

Χρήσιμος θεσμός

Οπως εξηγούν έμπειροι εισαγγελείς με τους οποίους μιλήσαμε, «πρόκειται για χρήσιμο θεσμό σε κάθε περίπτωση», καθώς επιτρέπει την αντιμετώπιση «δύσκολων καταστάσεων, κοινωνικών ή οικογενειακών, ανθρώπων που δεν έχουν υποστηρικτικό περιβάλλον και κάπως πρέπει να αντιμετωπιστούν».

Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται στην ανεπάρκεια δομών. «Ακόμα και όταν τα άτομα αυτά κρίνεται ότι πρέπει να νοσηλευτούν, τα ψυχιατρεία με δυσκολία ανταποκρίνονται. Είναι τόσο μεγάλος ο αριθμός, που δύσκολα τους κρατάνε για ικανό διάστημα. Συνήθως τους συνταγογραφούν μια αγωγή και τους αφήνουν», παρατηρούν.

Επιπλέον, ο θεσμός δεν καλύπτει άτομα με εθισμούς σε ουσίες. «Συχνά έρχονται στην εισαγγελία γονείς τέτοιων ατόμων, νομίζοντας πως τους καλύπτει, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει», επισημαίνουν.

Ενα ακόμη ζήτημα είναι οι καταχρηστικές αιτήσεις. «Γενικά γίνονται δεκτές αιτήσεις κυρίως από στενά συγγενικά πρόσωπα. Δύσκολα από θείους ή ξαδέρφια», λένε. Ομως, «τα τελευταία χρόνια γίνεται κατάχρηση και έρχονται στην εισαγγελία εν διαστάσει σύζυγοι, αιτούμενοι την ψυχιατρική εξέταση του άλλου συζύγου για να το χρησιμοποιήσουν εναντίον του στο δικαστήριο. Δεν γίνεται φυσικά από εμάς δεκτό».

Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι σε περίπτωση ψευδούς καταγγελίας, το συγγενικό πρόσωπο μπορεί να αντιμετωπίσει ευθύνες, ακόμη και μήνυση ή αγωγή από εκείνον που υπέστη την εξέταση.

Ειδική ομάδα

Ο Θωμάς Υφαντής, καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σημειώνει ότι «η ακούσια εξέταση προηγείται της ακούσιας νοσηλείας, αλλά δεν σημαίνει ότι επειδή θα συμβεί μια ακούσια εξέταση, θα ακολουθήσει οπωσδήποτε και ακούσια νοσηλεία». «Κάποιος αιτείται να εξεταστεί ένας συγγενής του γιατί νομίζει ότι είναι άρρωστος. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι και άρρωστος. Μπορεί ο συγγενής να έχει άλλα κίνητρα. Αυτό δεν το γνωρίζουμε». Εδώ ο ρόλος του εισαγγελέα είναι καθοριστικός, αλλά «δεν είναι αυτονόητο ότι θα απορρίψει αιτήματα, γιατί πολλές φορές λειτουργεί αμυντικά, ειδικά όταν δεν έχει γνώσεις, γι’ αυτό απαιτείται στενή συνεργασία με τους ψυχιάτρους».

Ο καθηγητής επισημαίνει επίσης την απουσία σαφούς πλαισίου για τη μεταφορά του εξεταζόμενου. «Δεν είναι κρατούμενος για να πάει με το περιπολικό, δεν είναι όμως και άρρωστος για να πάει με το ασθενοφόρο. Θα έπρεπε να υπάρξει μια θεσμική τομή όσον αφορά το πώς θα διακομισθεί ένας εν δυνάμει ασθενής». Προτείνει τη δημιουργία ειδικής ομάδας με κοινωνικό λειτουργό, ένστολο (για λόγους νομικής κάλυψης αλλά και συμβολικούς), ιατρό και νοσηλευτή, ώστε να γίνεται με σεβασμό και ασφάλεια.

Η νομοθεσία του 2022 προέβλεψε μια σχετική διάταξη, αλλά «ήταν περισσότερο ευχολόγιο παρά ρύθμιση». Κατά τον ίδιο, απαιτούνται πόροι αλλά και ομάδες που θα λειτουργούν σε 24ωρη βάση.

Σύμφωνα με τον Θ. Υφαντή, «έχουν αυξηθεί πάρα πολύ τα αιτήματα για ακούσια εξέταση. Η χώρα μας έχει πάνω από 60% των ψυχιατρικών περιστατικών να εισάγονται ακουσίως. Με εξαίρεση τους νομούς Ιωαννίνων και Αλεξανδρούπολης, όπου τα ποσοστά είναι στο 22%, γιατί εκεί λειτουργούν αποτελεσματικά οι κινητές μονάδες και υπάρχει συνέχεια στη φροντίδα».

Για τον ίδιο, «ο μόνος τρόπος να μειωθούν οι ακούσιες νοσηλείες είναι να ενισχυθεί το δίκτυο κοινοτικής ψυχιατρικής, με κινητές μονάδες αστικού τύπου, μονάδες έγκαιρης παρέμβασης στην ψύχωση και συνέχεια στη φροντίδα. Παρακολούθηση των περιστατικών διαρκώς και σε βάθος χρόνου, για το αν πηγαίνουν στα ραντεβού τους, αν παίρνουν την αγωγή τους και, κυρίως, αν προλαμβάνονται οι υποτροπές».

Ειδική μνεία γίνεται από δικηγόρους στη σημασία τήρησης των χρονοδιαγραμμάτων που ορίζει ο νόμος (48 ώρες μετά την αίτηση διατάσσεται εξέταση από δύο ψυχιάτρους, και αν αποφασιστεί νοσηλεία, εντός 13 ημερών πρέπει να συνεδριάσει το Πρωτοδικείο για να επιληφθεί της απόφασης). Αλλωστε η χώρα μας μετρά δύο καταδίκες στο ΕΔΔΑ (Καραμανώφ κατά Ελλάδος και Βένιος κατά Ελλάδος) για αυθαίρετους εγκλεισμούς σε ψυχιατρικές δομές και μη τήρηση των προθεσμιών της εσωτερικής νομοθεσίας.