
Ολοκληρώθηκε στις 27 Ιουλίου το πρώτο στάδιο του δεύτερου πανελλήνιου γραπτού διαγωνισμού υπό το καθεστώς του Ν. 4765/2021, καθώς έκλεισε και η τρίτη εξεταστική περίοδος της ηλεκτρονικής γραπτής εξέτασης. Αναμένοντας τη βαθμολογία των υποψηφίων αλλά και την τελική αποτίμηση της όλης διαδικασίας από το ΑΣΕΠ, θα ήταν χρήσιμη μια σύντομη ανασκόπηση των
θεμάτων, είτε αμιγώς πρακτικών είτε εν ευρεία εννοία «θεωρητικών», που αναδείχθηκαν στον δημόσιο διάλογο κατά το τελευταίο τετράμηνο, από την έκδοση της προκήρυξης μέχρι σήμερα.
- Ο διαγωνισμός χαρακτηρίστηκε από αρκετές οργανωτικές καινοτομίες, οι οποίες τον καθιστούν πρωτοποριακό συγκριτικά με τους προηγούμενους, τόσο σε σχέση με τον πρώτο πανελλήνιο
γραπτό διαγωνισμό που διενεργήθηκε το 2023 με βάση τον Ν. 4765/2021 όσο και με όσους προηγήθηκαν στο πλαίσιο του «νόμου Πεπονή» (Ν. 2190/1994).
Η ηλεκτρονική εξέταση σαφώς προσδίδει στον διαγωνισμό έναν πιο σύγχρονο και «τεχνοκρατικό» χαρακτήρα, αμβλύνοντας παράλληλα τις αρνητικές επιπτώσεις της εξάρτησης του ΑΣΕΠ
ως διοργανώτριας Αρχής, από υλικοτεχνικούς και ανθρώπινους πόρους του υπουργείου Παιδείας, είτε επρόκειτο για τον προγραμματισμό και την υλοποίηση του εγχειρήματος είτε για τη διόρθωση των γραπτών. Με τη νέα μορφή εξέτασης, το ΑΣΕΠ διατηρεί μεν την αποκλειστική ευθύνη της διοργάνωσής της, παρουσιάζοντας εντυπωσιακή, ωστόσο, βελτίωση στην ταχύτητα έκδοσης των αποτελεσμάτων, τα οποία αναμένονται εντός του Αυγούστου.
- Μεγάλη συζήτηση έγινε για το ότι προβλέφθηκαν μόνο δύο εξεταστικά κέντρα, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, κυρίως για λόγους κόστους αλλά και κατανομής των υποψηφίων. Το γεγονός αυτό δημιούργησε πολλές ανησυχίες για έμμεσο αποκλεισμό των υποψηφίων από την υπόλοιπη χώρα, που επιβαρύνονταν με επιπλέον έξοδα μετακίνησης και διαμονής σε πρωτεύουσα και συμπρωτεύουσα, στην κορύφωση μάλιστα της τουριστικής περιόδου. Το πρόβλημα μετριάστηκε ως έναν βαθμό από την πρωτοβουλία του υπουργείου Εσωτερικών να δοθούν εκπτώσεις στις μετακινήσεις υποψηφίων από τη νησιωτική κυρίως χώρα. Παραμένει αβέβαιη, ωστόσο, η αξιολόγηση της πραγματικής επιρροής των δύο εξεταστικών κέντρων στη συμμετοχή στον διαγωνισμό, καθώς μέχρι σήμερα δεν έχουν δοθεί από το ΑΣΕΠ επίσημα στατιστικά στοιχεία για τη γεωγραφική κατανομή και προέλευση των υποψηφίων.
- Το ζήτημα της συμμετοχής συνδέθηκε και με την υπέρμετρη αύξηση του παραβόλου της αίτησης από 3 σε 25 ευρώ, με το αμφίβολης αξίας επιχείρημα ότι θα λειτουργήσει αποτρεπτικά
για υποψηφίους που δεν είχαν πραγματική πρόθεση να προσέλθουν στον διαγωνισμό. Είναι γεγονός ότι η υποβολή αίτησης σε έναν δημόσιο γραπτό διαγωνισμό δημιουργεί την υποχρέωση
στη διοργανώτρια Αρχή να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την υλοποίηση της διαγωνιστικής διαδικασίας ενόψει της δεδηλωμένης βούλησης συμμετοχής ενός συγκεκριμένου αριθμού
αιτούντων. Ετσι, στους προηγούμενους διαγωνισμούς υπήρχε πρόβλεψη για τα τετράδια των γραπτών δοκιμίων, ενώ στον φετινό οι προβλέψεις αφορούσαν τους Η/Υ της ηλεκτρονικής εξέτασης, παράγων που αύξησε δραματικά το κόστος διενέργειας του διαγωνισμού, δικαιολογώντας εν μέρει την αύξηση του παραβόλου. Σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να προβληματίσει μια τόσο σημαντική αύξηση, ενώ και η λογική «έκαναν αίτηση μόνον όσοι ήθελαν πραγματικά να έρθουν» φανερώνει, στην καλύτερη περίπτωση, κοινωνικά μυωπική και «ελιτίστικη» αντίληψη.
- Εξίσου προβληματική είναι και η «πανηγυρική ανάγνωση» που επιχειρείται για τη μεγάλη προσέλευση των αιτούντων, της τάξης του 90%, ενώ στους προηγούμενους γραπτούς διαγωνισμούς η συμμετοχή κυμαινόταν από 60% έως 70%. Και αυτό όμως το στοιχείο, που αποτελεί αναμφίβολο δείγμα επιτυχίας της διαδικασίας, μετριάζεται σημαντικά εάν αποτιμήσουμε τη συμμετοχή όχι πλέον σε ποσοστά αλλά σε απόλυτους αριθμούς. Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν ότι στον προηγούμενο γραπτό διαγωνισμό υποβλήθηκαν περίπου 110.000 αιτήσεις και προσήλθαν 77.000 υποψήφιοι, ενώ στον φετινό υποβλήθηκαν 47.410 αιτήσεις και προσήλθαν 42.669. Συνεπώς, ο τελικός αριθμός των υποψηφίων είναι σημαντικά μικρότερος συγκριτικά με το 2023, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως υποστηρίζουν κύκλοι του υπουργείου, ότι «προσήλθαν μόνο όσοι είναι αποφασισμένοι να διοριστούν». Μια τέτοια εκτίμηση θα είχε νόημα μόνο σε βάθος διετίας, όταν δηλαδή θα έχουν ανακοινωθεί επισήμως οι προς πλήρωση θέσεις. Μόνο τότε θα φανεί αν οι υποψήφιοι, που στην πλειονότητά τους προέρχονται από το «κέντρο» της χώρας (με τα σημερινά διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία), θα είναι πρόθυμοι να διοριστούν και σε θέσεις στην περιφέρεια.
Νέα δεδομένα από την απουσία βαθμολογικής βάσης
Τι σημαίνει για την καταλληλότητα των επιτυχόντων
Η απουσία βαθμολογικής βάσης δημιούργησε νέα δεδομένα. Σε όλους τους προηγούμενους γραπτούς διαγωνισμούς, οι υποψήφιοι έπρεπε να πετύχουν μία ελάχιστη βαθμολογία, που χαρακτηριζόταν ως «βάση», προκειμένου να θεωρηθούν «επιτυχόντες». Θυμίζουμε ότι ο ν. 4765/2021 (σε αντίθεση με τον ν. 2190/1994) προβλέπει 2 στάδια του διαγωνισμού: α) της γραπτής εξέτασης και β) της έκδοσης των προκηρύξεων (μετά τη δημοσιοποίηση των βαθμολογιών), στις οποίες περιλαμβάνονται οι θέσεις που θα καλυφθούν από τους επιτυχόντες.Στον πρώτο πανελλήνιο γραπτό διαγωνισμό, η πρόβλεψη βαθμολογικής βάσης είχε ως συνέπεια να μη βρεθεί ικανός αριθμός επιτυχόντων σε συγκεκριμένες ειδικότητες (π.χ. δασοπόνοι), με αποτέλεσμα να μείνουν κενές οι θέσεις που προκηρύχθηκαν και να δημιουργηθεί η ανάγκη επανάληψης του διαγωνισμού. Ενώ, όμως, είναι σαφές ότι η απουσία βαθμολογικής βάσης διασφαλίζει την κάλυψη των θέσεων χωρίς να απαιτείται επανάληψη της εξεταστικής δοκιμασίας, η διαδικασία αυτή προκαλεί μείζονες παρενέργειες, καθώς πλέον μπορεί να θεωρηθεί «επιτυχών» και κάποιος με ιδιαίτερα χαμηλή επίδοση (π.χ. 10 με άριστα το 100), γεγονός που δημιουργεί πολλά ερωτήματα ενόψει του κυβερνητικά διακηρυγμένου στόχου περί διασφάλισης της «καταλληλότητας» των υποψηφίων για τις προκηρυχθείσες θέσεις.