Αφησαν τις δουλειές τους και πήγαν για σεζόν

Θέλοντας να περιγράψει την Ελλάδα του 2000, ο Σαράντος Αλιβιζάτος έγραφε τον στίχο «Πες μου τι θα κάνεις τώρα έτσι που σε καταντήσαν πατρίδα σερβιτόρα» και το ημερολόγιο έδειχνε μόλις 1995, με την πραγματικότητα των rooms to let, του αναδιπλούμενου χάρτη και του κλεισίματος δωματίων επί τόπου…

Ολο και συχνότερα ακούγεται η άποψη ότι η Ελλάδα εξελίσσεται ή έχει ήδη μετατραπεί σε χώρα εξυπηρέτησης των τουριστών και όχι των κατοίκων της, αφού οι υπηρεσίες που προσφέρει δεν είναι προσιτές από τους Ελληνες. Σίγουρα ο τουρισμός είναι μία από τις βαριές μας βιομηχανίες και γνωρίζει αλματώδη ανάπτυξη, είτε σε επίπεδο γιγαντιαίων επενδύσεων είτε σε οικογενειακό σχεδιασμό με βραχυχρόνιες μισθώσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και λόγω της μεγάλης ζήτησης εργατικού δυναμικού, αρκετοί είναι εκείνοι που ενώ έχουν δουλειές τις εγκαταλείπουν για να φύγουν για σεζόν. Υπάρχουν πόστα που αμείβονται πολύ καλύτερα από μια τυπική εργασία όλο τον χρόνο ή από τον χαμηλό κατώτατο μισθό.

Το δέλεαρ είναι τα χρήματα

Μια τέτοια περίπτωση είναι και η Μαρία Μανωλέλη. Καθηγήτρια Αγγλικών που άφησε τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα για να εργαστεί ως hostess σε ιστιοφόρα που ενοικιάζονται με την εβδομάδα και κάνουν τον γύρο των νησιών. Η ίδια μάς λέει πως έχει υπάρξει «αποδημητική» από τα φοιτητικά της χρόνια και το ξανακάνει σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, συμπληρώνοντας:

«Εμαθα τι σημαίνει να δουλεύεις σεζόν από τα δεκαοκτώ μου κι έτσι όταν μου δόθηκε πάλι η ευκαιρία ή, για να ακριβολογούμε, όταν παρουσιάστηκε η ανάγκη να φύγω πάλι για σεζόν, γνώριζα τα υπέρ και τα κατά. Προφανώς όποιος φεύγει για σεζόν δεν το κάνει από χόμπι. Το δέλεαρ είναι τα χρήματα. Οταν είσαι μικρός, τα υπέρ είναι περισσότερα από τα κατά. Νησιά, παρέες, διασκέδαση, όλα βέβαια σε συνδυασμό με μια κούραση που σε διαλύει. Οι “αποδημητικοί” δουλεύουμε κυρίως στις υπηρεσίες τουρισμού εξυπηρετώντας αυτούς που κάνουν διακοπές, αυτό εκ των πραγμάτων σε βάζει σε μια συνθήκη σύγκρισης».

Τη ρωτάω αν συναντά συχνά αγενείς πελάτες και αν νιώθει πως οι τουρίστες έχουν συμπεριφορά εξουσίας ή υποτιμητική απέναντί της: «Στα ιστιοπλοϊκά δεν θα έλεγα ότι έχω συναντήσει αγενείς πελάτες, απαιτητικούς ναι, αλλά όχι αγενείς. Ισως είμαι τυχερή. Οι πελάτες απολαμβάνουν περισσότερο από εμάς το ελληνικό καλοκαίρι λόγω οικονομικής άνεσης. Για τον μέσο Ελληνα αυτές οι πολυτέλειες έχουν πάει περίπατο, ενώ για παράδειγμα για τους Αμερικανούς είναι προσιτές διακοπές. Αν μου λείπει κάτι, είναι τα παιδιά μου, η άνεση του σπιτιού μου και μια βάση».

Σε μια τέτοια δουλειά, μέσα σε μία εβδομάδα μπορεί να βγάλει κανείς σχεδόν όσο κάποιος δουλεύοντας σε ένα γραφείο οκτάωρο για δύο μήνες. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει κάτι πέρα από τα χρήματα που την έλκει σε αυτή τη δουλειά: «Η επαφή με τη θάλασσα. Και δεν μιλάω για το μπάνιο αλλά για όλες της τις εκφάνσεις, είναι συναρπαστική και γεμάτη μαθήματα».

Το να δουλεύει κανείς σεζόν είναι επίπονο και απαιτητικό, μακριά από οικογένεια και φίλους. Η απόφαση να εγκαταλείψει ένας εργαζόμενος μια σταθερή δουλειά ή έναν σίγουρο μισθό δεν είναι εύκολη, αλλά εκτός από τους οικονομικούς λόγους υπάρχουν και οι ψυχολογικοί που οδηγούν νέους αλλά και μεσήλικους να στραφούν στην εποχική εργασία. Η αίσθηση ότι η δουλειά αμείβεται καλύτερα, ένα νέο μέρος κοντά σε θάλασσα ή σε κάποιο νησί, ο περιορισμός των εξόδων καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις παρέχονται στέγη και διατροφή, η ξεκούραση τους χειμερινούς μήνες… Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που εισάγουμε εργαζόμενους από τα Βαλκάνια και άλλες χώρες για να εξυπηρετήσουν τις αυξημένες τουριστικές ροές, για τις οποίες κάθε χρόνο ακούμε ότι υπάρχουν μεγάλα κενά εργασίας.

Πέρα από το οικονομικό, υπάρχουν περιπτώσεις που η εποχική εργασία εκλαμβάνεται ως μια πιο ελεύθερη ζωή. Ενα διαφορετικό μοντέλο καθημερινότητας που παρά την υψηλή ένταση της δουλειάς προσφέρει και μια κοινωνικότητα μακριά από τον αστικό βίο. Ετσι, εργαζόμενοι στον τουρισμό φτιάχνουν γρήγορα νέα δίκτυα φίλων και γνωστών, αφού συναναστρέφονται με άτομα που μπορεί να έχουν κοινούς στόχους και κοινή κοσμοθεωρία.

Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλοί από αυτούς που ξεκινούν για μία σεζόν καταλήγουν να το επαναλαμβάνουν – ή ακόμα και να εγκαθίστανται μόνιμα στις τουριστικές περιοχές, ανοίγοντας δικές τους επιχειρήσεις ή κάνοντας άλλες μορφές εποχικής εργασίας.

Τι λέει το περιβάλλον του σεζονίστα

Οι αντιδράσεις του περιβάλλοντος διαφέρουν, αλλά χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες. Εκείνους που το θεωρούν μη δημιουργικό και βλέπουν την απόφαση για σεζόν ως ένδειξη ευκολίας, ακόμη και τεμπελιάς, έναντι μιας πιο μόνιμης θέσης και εκείνους που βλέπουν την απόφαση των δικών τους για σεζόν ως δείγμα θάρρους και αποφασιστικότητας.

Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση αλλά και η δουλειά της καλοκαιρινής σεζόν δεν είναι εύκολες, είναι γεγονός όμως πως όλο και περισσότεροι εγκαταλείπουν πιο συμβατικές δουλειές για να εξυπηρετήσουν εκείνους που κάνουν διακοπές…