Γιατί η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης παραμένει νομικά αόρατη στην Αίγυπτο;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε νομοθέτημα με το οποίο αναγνωρίζεται νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου στην εκπροσώπηση της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης εντός της ελληνικής επικράτειας.

Η ενέργεια αυτή παρουσιάστηκε ως αναγκαία διόρθωση μιας μακροχρόνιας θεσμικής παράλειψης: της απουσίας νομικής υπόστασης, εντός της Ελλάδος, ενός εκκλησιαστικού θεσμού ιστορικής, πολιτισμικής και πνευματικής βαρύτητας, βαθύτατα συνδεδεμένου με τον Ελληνισμό.

Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμιανός υποδέχθηκε με ικανοποίηση τη νομοθετική αυτή πρωτοβουλία, χαρακτηρίζοντάς την ιστορικό ορόσημο και εκφράζοντας την ελπίδα πως η Αίγυπτος, στην επικράτεια της οποίας εδρεύει η Μονή, θα προβεί αντιστοίχως στην αναγνώριση της νομικής της προσωπικότητας.

Αν και η εν λόγω νομοθεσία διέπεται από αγαθές προθέσεις και εμπλουτίζεται με ισχυρό συμβολισμό, από νομική και διπλωματική σκοπιά εντοπίζεται, αφενός, καθυστέρηση, αφετέρου, επιφανειακή προσέγγιση.

Ελλοχεύει ο κίνδυνος να εκληφθεί ως αντίδραση συναισθηματικού χαρακτήρα, στερούμενη ρεαλιστικής νομικής βάσης, συγχέοντας την εσωτερική πολιτισμική ευαισθησία με την αποτελεσματικότητα του διεθνούς δικαίου. Σημαντικότερο, δε, είναι το γεγονός ότι αγνοείται ουσιαστικά η θεμελιώδης αρχή του διεθνούς νομικού συστήματος: ο περιορισμός της δικαιοδοσίας εντός των εθνικών συνόρων και η ανεξαρτησία των κρατών ως προς την αναγνώριση νομικών προσώπων.

Η ελληνική ρύθμιση, παρά το τελετουργικό της βάρος, συνιστά εσωτερική νομοθετική τακτοποίηση, έστω και καθυστερημένη. Κατοχυρώνει τη νομική υπόσταση της Μονής εντός του ελληνικού διοικητικού συστήματος, διορθώνοντας το παράδοξο κατά το οποίο θεσμός αναγνωρισμένος από το Σύνταγμα (Aρθ. 105) στερείτο νομικής προσωπικότητας δημοσίου δικαίου. Ωστόσο, η εν λόγω τακτοποίηση δεν έχει καμία απολύτως επίδραση στη νομική θέση της Μονής στην Αίγυπτο, όπου ιστορικά δεν αναγνωρίζεται νομική της οντότητα. Η εντύπωση πως νομοθετική πράξη της Ελληνικής Βουλής δύναται να παράγει έννομα αποτελέσματα εντός αιγυπτιακού εδάφους, συνιστά παρερμηνεία των αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου.

Στην καρδιά αυτής της παρερμηνείας βρίσκεται η αρχή της κρατικής κυριαρχίας, ακρογωνιαίος λίθος του διεθνούς νομικού συστήματος. Η κυριαρχία ενέχει την αποκλειστική νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία εντός των συνόρων ενός κράτους. Όπως διακηρύχθηκε στην εμβληματική υπόθεση Lotus (Γαλλία κατά Τουρκίας, PCIJ, 1927), ένα κράτος δεν δύναται να ασκεί δικαιοδοσία εκτός των συνόρων του, εκτός αν ρητώς επιτρέπεται από το διεθνές δίκαιο. Η αρχή αυτή επαναβεβαιώθηκε στην υπόθεση Bank of Ethiopia v. National Bank of Egypt and Heller (1937), όπου τα αγγλικά δικαστήρια κατέληξαν ότι ξένες νομικές πράξεις δεν έχουν εξωεδαφικό αποτέλεσμα, εάν δεν ενσωματωθούν ρητώς στο εγχώριο δίκαιο. Κατά συνέπεια, είναι νομικά αβάσιμο να θεωρείται πως ελληνική νομοθετική πράξη, όσο ειλικρινής ή συμβολικά ισχυρή κι αν είναι, μπορεί να επηρεάσει το νομικό καθεστώς εκκλησιαστικού θεσμού εντός της εδαφικής κυριαρχίας της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου.

Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης βρίσκεται στο νότιο Σινά και, κατά συνέπεια, υπάγεται στο αιγυπτιακό νομικό καθεστώς. Σύμφωνα με το αιγυπτιακό διοικητικό και αστικό δίκαιο, και ειδικότερα με τον Νόμο υπ’ αριθμ. 80/2002 περί συλλόγων και θρησκευτικών ιδρυμάτων, τα νομικά πρόσωπα πρέπει να τύχουν επίσημης αναγνώρισης μέσω διοικητικών διαύλων, συνήθως με προεδρικό διάταγμα ή υπουργική απόφαση. Οι διαδικασίες αυτές είναι δεσμευτικές και κανένα ξένο νομοθέτημα, εκκλησιαστική παράδοση ή ηθική επιταγή δεν μπορεί να υπερβεί την ανάγκη για εγχώρια νομική αναγνώριση.

Η συγκριτική ανάλυση αναδεικνύει πως η αναγνώριση θρησκευτικών νομικών προσώπων, ακόμη και ιστορικά σημαντικών ή διακρατικών, δεν είναι ποτέ αυτόματη.

Στη Γαλλία, οι θρησκευτικοί οργανισμοί πρέπει να υπαχθούν στο θεσμικό πλαίσιο του Νόμου του 1905 περί χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Στην Ιταλία, παρά το ειδικό διεθνές καθεστώς της Αγίας Έδρας, απαιτείται καταχώριση και συμμόρφωση με το εσωτερικό διοικητικό δίκαιο. Η Αίγυπτος δεν αποτελεί εξαίρεση: διατηρεί διακριτό διαχωρισμό μεταξύ θρησκευτικής σημασίας και νομικού καθεστώτος. Η Μονή, ανεξαρτήτως των ελληνορθόδοξων δεσμών της, πρέπει να συμμορφωθεί με τις διαδικασίες του αιγυπτιακού δικαίου για να αναγνωριστεί νομικά εντός του δημοσίου δικαίου της χώρας.

Διεθνή νομικά κείμενα, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR) και η Σύμβαση της UNESCO για την Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά, ενισχύουν τα δικαιώματα των θρησκευτικών κοινοτήτων και προασπίζουν την πολιτισμική κληρονομιά. Ωστόσο, εντός του αιγυπτιακού συστήματος, δεν έχουν αυτοεκτελεστό χαρακτήρα. Απαιτείται ειδική εσωτερική ενσωμάτωση μέσω νομοθεσίας ή διοικητικής πράξης. Κατά συνέπεια, δεν προσδίδουν αυτοδικαίως νομική προσωπικότητα στη Μονή. Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από νομολογία, όπως η υπόθεση Metropolitan Church of Bessarabia v. Moldova (ΕΔΔΑ, 2001), όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι αν και τα κράτη πρέπει να αποφεύγουν την αυθαιρεσία και τις διακρίσεις κατά τη ρύθμιση θρησκευτικών οργανώσεων, διατηρούν κυριαρχικό δικαίωμα ως προς τις διαδικασίες αναγνώρισης νομικής προσωπικότητας.

Κατά συνέπεια, η ελπίδα του Αρχιεπισκόπου ότι η ελληνική νομοθετική αναγνώριση θα οδηγήσει σε αντίστοιχη αναγνώριση από την Αίγυπτο στηρίζεται σε νομικά επισφαλή θεμέλια. Αντανακλά σύγχυση μεταξύ κανονικής και πολιτειακής τάξεως και παρανοεί τη λειτουργία της εθνικής κυριαρχίας. Επιπλέον, καθιστά εμφανή μια θεσμική και πολιτική ειρωνεία: ότι η Ελλάδα, η οποία επί δεκαετίες παρέλειψε να αναγνωρίσει θεσμικά μία Μονή την οποία προβάλει ως ακρογωνιαίο λίθο της εθνικής και θρησκευτικής της ταυτότητας, τώρα επιθυμεί να διεθνοποιήσει αυτή την αναγνώριση τη στιγμή ακριβώς που την εδραίωσε στο εσωτερικό της. Υπό αυτό το πρίσμα, η κίνηση καθίσταται όχι μόνο καθυστερημένη αλλά και αντιδραστική, ίσως και διπλωματικά αδέξια, υποβάλλοντας σιωπηρή απαίτηση αμοιβαιότητας δίχως να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι νομικές πραγματικότητες της Αιγύπτου.

Πράγματι, τέτοιες εξωεδαφικές κινήσεις ενδέχεται να ερμηνευθούν όχι ως έμπρακτη υποστήριξη, αλλά ως νομική υπέρβαση ή πολιτική επιτήδευση. Το αιγυπτιακό νομικό πλαίσιο, επηρεασμένο τόσο από την ηπειρωτική νομική παράδοση όσο και από θρησκευτικά διοικητικά πρότυπα, είναι απίθανο να μεταβληθεί υπό την επίδραση ξένων νομοθετικών πράξεων, ιδίως όταν αυτές υιοθετούνται άνευ διαβούλευσης ή συνεργασίας. Ενδέχεται, μάλιστα, η μονομερής αυτή προσέγγιση της Ελληνικής Βουλής να περιπλέξει το ζήτημα, προσδίδοντάς του πολιτικές διαστάσεις ενώ πρόκειται για εσωτερική διοικητική διαδικασία.

Αν η Μονή επιδιώκει νομική αναγνώριση στην Αίγυπτο, η ενδεδειγμένη οδός δεν είναι τα συμβολικά νομοθετήματα του εξωτερικού, αλλά η επίσημη αίτηση στις αρμόδιες αιγυπτιακές αρχές, ενδεχομένως υποστηριζόμενη από διπλωματική διαβούλευση μεταξύ των δύο κρατών. Η αναγνώριση ενδέχεται τότε να δοθεί μέσω προεδρικού διατάγματος ή υπουργικής πράξης, όπως προβλέπεται στην αιγυπτιακή έννομη τάξη. Η προσέγγιση αυτή θα ανέδειχνε θεσμική σοβαρότητα και σεβασμό προς την κυριαρχία της Αιγύπτου, αποφεύγοντας τις παγίδες μιας υποθετικής εξωεδαφικής επιρροής.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν μειώνει τη μοναδική πνευματική, ιστορική και πολιτιστική ακτινοβολία της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης. Η προσφορά της στην πίστη, τη μάθηση και την πολιτιστική διατήρηση είναι αναμφισβήτητη. Ωστόσο, το δίκαιο λειτουργεί εντός ενός κανονιστικού πλαισίου που δεν υπακούει στο συναίσθημα, όσο δικαιολογημένο και αν είναι. Η πράξη της Ελληνικής Βουλής, όσο ηθικά βαρύνουσα κι αν είναι εντός του εσωτερικού πλαισίου, δεν μεταβάλλει την ουσιαστική νομική πραγματικότητα στην Αίγυπτο. Παραμένει μία συμβολική χειρονομία· σημαντική μεν στο εγχώριο πολιτικό πεδίο, δίχως όμως εξωτερική νομική ισχύ.

Επομένως, αν και η πολυετής διακονία του Αρχιεπισκόπου Δαμιανού και η συγκινητική του έκκληση αξίζουν τον απόλυτο σεβασμό, η ελπίδα πως η ελληνική νομοθετική αναγνώριση θα επισπεύσει αιγυπτιακή ανταπόκριση είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αισιόδοξη και, στη χειρότερη, νομικά ατεκμηρίωτη. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η πιθανότητα η εν λόγω πρωτοβουλία, καθυστερημένη και άνευ θεσμικής εμβάθυνσης, να θεωρηθεί ως προσχηματική προσπάθεια διόρθωσης παλαιάς παράλειψης. Αν ο στόχος είναι η ουσιαστική αναγνώριση και προστασία του καθεστώτος της Μονής, τότε αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνον μέσω σταθερής, νομικά θεμελιωμένης και διπλωματικά ώριμης συνεργασίας με το αιγυπτιακό κράτος. Μόνον έτσι μπορεί η Μονή να αποκτήσει τη νομική προσωπικότητα που επιζητεί εντός του πλαισίου του αιγυπτιακού δημοσίου δικαίου.

The post Γιατί η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης παραμένει νομικά αόρατη στην Αίγυπτο; appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.