
Λένε πως για να σβήσει μια φωτιά χρειάζεται ένα ποτήρι νερό το πρώτο δευτερόλεπτο, ένας κουβάς νερό το πρώτο λεπτό και ένας τόνος νερό μετά το πρώτο δεκάλεπτο (!).
Πώς… μεταφράζεται αυτό το ρητό; Μεταφράζεται ως εξής: σε κάθε πυρκαγιά κάθε λεπτό μετράει. Γι’ αυτό και είναι πάρα πολύ σημαντική η πρόληψη και η γρήγορη αντίδραση. Και τίθεται έτσι εύλογα το διαχρονικό ερώτημα: αφού τα… ξέρουμε όλα αυτά, γιατί καιγόμαστε;
Ναι, είχαμε πάρα πολύ δυνατούς ανέμους, ναι, έχουμε ξηρασία, ναι, είχαμε πολύ υψηλές θερμοκρασίες που έκαναν την κατάσταση για όσους επιχειρούσαν στην κατάσβεση των πυρκαγιών αβίωτη.
Ομως, με βάση τα κλιματικά μοντέλα, αυτή τείνει να είναι από εδώ και πέρα η νέα πραγματικότητα για την Ελλάδα και τη Μεσόγειο. Ετσι τίθεται και ένα δεύτερο ερώτημα: γιατί τα τελευταία χρόνια είμαστε στο ίδιο έργο θεατές; Υπενθυμίζεται πως μόνο πέρυσι οι καμένες εκτάσεις έφτασαν τα 450.000 στρέμματα, από τα οποία, περισσότερα από 255.000 στρέμματα αφορούσαν δασική έκταση. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Πυροσβεστικού Σώματος, καταγράφονται κάθε χρόνο, κατά μέσο όρο, σχεδόν 10.000 δασικές πυρκαγιές.
Βαδίζουμε σε λάθος κατεύθυνση
«Συνεχίζουμε να βαδίζουμε σε λάθος κατεύθυνση», υποστηρίζει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο τέως διευθυντής Ερευνών στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό «ΔΗΜΗΤΡΑ» του Ινστιτούτου Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων, δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος είναι ένας από τους έξι ειδικούς επιστήμονες της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τις Προοπτικές Διαχείρισης Πυρκαγιών Δασών και Υπαίθρου στην Ελλάδα.
Υπενθυμίζεται πως η Επιτροπή υπό τον συντονισμό του διευθυντή του Global Fire Monitoring Center (GFMC), καθηγητή Johan Georg Goldammer, συνέταξε (μετά τη φωτιά στο Μάτι που είχε ως αποτέλεσμα 103 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους) έκθεση όπου αναλύθηκαν τα βαθύτερα αίτια του διαρκώς εντεινόμενου προβλήματος των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα και υπέβαλε τις προτάσεις της. Η έκθεση παραδόθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2019 σε όλα τα κόμματα.
«Αν και ενσωματώθηκαν στον σχεδιασμό πολλά από τα συμπεράσματα της έκθεσης, εντούτοις δεν έχουμε ακουμπήσει τις κύριες παθογένειες του όλου μηχανισμού που εξακολουθεί να ρίχνει το μεγαλύτερο βάρος στην καταστολή και όχι στην πρόληψη, ούτε και στη διαχείριση των δασών», επισημαίνει ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος. «Φαίνεται πως στην πράξη πολλοί δεν έχουν εμπεδώσει ακόμη πως κάθε πυρκαγιά που σβήνει είναι υποθήκη για μια χειρότερη φωτιά. Γι’ αυτό και πρέπει το μεγαλύτερο βάρος να ριχθεί στην πρόληψη και τη διαχείριση των δασών».
Στην πρόληψη έχουμε αποτύχει
Κατά τον δρα Γαβριήλ Ξανθόπουλο, στον τομέα της πρόληψης έχουμε αποτύχει. «Δεν έχουμε εκπαιδεύσει τον κόσμο, ώστε να ξέρει πώς θα κινηθεί. Πόσοι, για παράδειγμα, ξέρουν πως όταν πρέπει να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, οφείλουν προηγουμένως να κλείσουν τις πόρτες και τα παράθυρα και να αφήσουν ανοιχτή την αυλή για να μπορέσουν να επιχειρήσουν οι πυροσβέστες;», επισημαίνει μεταξύ άλλων. Και συνεχίζει: «Δεν είναι πάντα λύση η απομάκρυνση του πληθυσμού, ιδίως σε περιοχές με μεγάλο αριθμό κατοίκων, όταν δεν έχουν οριστεί χώροι συγκέντρωσης. Επιπλέον, όσοι μένουν πίσω θα πρέπει να γνωρίζουν πώς θα προστατευτούν. Τα ατομικά μέτρα προστασίας είναι η χρήση μάσκας, η ένδυση με μακρυμάνικα και κλειστά παπούτσια – επ’ ουδενί σαγιονάρες και σανδάλια. Κανείς όμως δεν έχει εκπαιδεύσει τον κόσμο, ώστε να τα γνωρίζει αυτά».
Οπως λέει, «μετά το τέλος κάθε αντιπυρικής περιόδου δεν γίνεται ποτέ αντικειμενική αξιολόγηση σχετικά με το τι πήγε στραβά. Απλά ανακοινώνονται νούμερα με τις καμένες εκτάσεις και γίνονται επισημάνσεις για καλύτερη θωράκιση την επόμενη φορά. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε στην πράξη, ούτε τα drones μάς σώζουν αν δεν υπάρχει πρόληψη…».
Πράσινες βόμβες έτοιμες να εκραγούν
Στο μεταξύ, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων Νίκο Μπόκαρη, τα δάση έχουν μετατραπεί σε απέραντες χωματερές – «βόμβες» έτοιμες να εκραγούν εξαιτίας της καύσιμης ύλης που έχει συγκεντρωθεί.
«Ως καύσιμη ύλη δεν εννοούμε μόνο τα δασικά οικοσυστήματα αλλά και τις γεωργικές εκτάσεις (δενδροκομικές καλλιέργειες κ.ά.), τις χέρσες που καλύπτονται από ξερά χόρτα, τις παλιές “καψάλες”, δηλαδή τις περιοχές που κάηκαν τα προηγούμενα χρόνια, καθώς και τα οικόπεδα μέσα στις οικιστικές περιοχές που λειτουργούν ως χώροι απόθεσης κάθε λογής εύφλεκτου απορρίμματος», επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Οι ειδικοί στέκονται ιδιαίτερα στην έλλειψη διαχειριστικών σχεδίων στα δάση. Οπως λένε, κάθε δάσος είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, γι’ αυτό και πρέπει να είναι γνωστά όλα τα χαρακτηριστικά προκειμένου να υπάρχει στοχευμένη δράση.