
Οσο πολλοί, οι περισσότεροι, κι αν είναι οι σκηνοθέτες που δεν έχουν παίξει ως ηθοποιοί, δεν είναι ταυτόχρονα ευκαταφρόνητος ο αριθμός των ηθοποιών που σκηνοθετούν είτε δικές τους είτε συναδέλφων τους παραστάσεις. Οσο κι αν πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει οξυνθεί τα τελευταία χρόνια, πιο σωστά τις τελευταίες δεκαετίες, δεν παύει ένας προβληματισμός κατά πόσο η υποκριτική παραμένει ως έστω και μια χαλαρή προϋπόθεση για να περάσει κανείς στη σκηνοθεσία, να εξακολουθεί να ισχύει.
«Προϋπόθεση δεν είναι σίγουρα γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί, υπέροχοι μάλιστα (χωρίς φόβο θα πρόσθετα και τον όρο “τεράστιοι”) σκηνοθέτες που δεν έχουν περάσει από την ηθοποιία. Ωστόσο, αν στηριχτώ στην προσωπική μου περίπτωση, δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν να σκηνοθετώ χωρίς να έχω ανέβει στη σκηνή ως ηθοποιός», λέει ο Γιώργος Νανούρης. «Είναι κάτι που σε κάνει όταν βρίσκεσαι από την άλλη πλευρά, της σκηνοθεσίας δηλαδή, να καταλαβαίνεις το τι σημαίνει να εκτίθεται ένας άνθρωπος πάνω στη σκηνή, γι’ αυτό ακριβώς θαυμάζω τους σκηνοθέτες, που αν και δεν έχουν παίξει, μπορούν και “διαχειρίζονται” το υλικό τους που είναι οι ηθοποιοί. Και μάλιστα να τους δίνουν να καταλαβαίνουν αυτό που έχουν στο μυαλό τους μ’ έναν θα έλεγα “αναίμακτο” τρόπο, χωρίς να προσβάλλουν ή να πληγώνουν. Μπορεί ένας ρόλος να είναι πολύ δυνατός ή μάλλον πολύ σκληρός σε βαθμό που η διαδικασία των προβών να εξελιχθεί σε μια τραυματική εμπειρία για έναν ηθοποιό. Οταν, επομένως, ένας σκηνοθέτης έχει υπάρξει και ως ηθοποιός, αναπόφευκτο είναι να συμπεριφέρεται όπως θα ήθελε να συμπεριφέρονται στον ίδιο όταν έπαιζε ή και τώρα, στην περίπτωση δηλαδή που συνεχίζει να παίζει. Συμβαίνει συχνά για όσους είναι κάτω από τη σκηνή, τους σκηνοθέτες εννοώ, αντί να ελευθερώσουν έναν ηθοποιό σκηνοθετώντας τον, να τον κλειδώσουν με καταστροφικά αποτελέσματα. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σκηνοθέτες που να συμπεριφέρονται με την ευαισθησία ενός ηθοποιού που σκηνοθετεί ταυτόχρονα. Ενας ηθοποιός πάνω στη σκηνή, όση εμπειρία κι αν έχει, αισθάνεται να εκτίθεται, ντρέπεται, φοβάται, χρειάζεται ο σκηνοθέτης να τον κάνει να αισθανθεί όσο γίνεται λιγότερο ευάλωτος, για να δώσει το καλύτερο που του επιτρέπουν οι δυνατότητές του».
Δεν θα υπερέβαλλε κανείς γράφοντας πως μετά τη διετία της πανδημίας, είναι για το θέατρο «σαν να ανοίξανε οι ουρανοί». Θέατρα μεγάλα, θέατρα μικρά, θέατρα κεντρικά, θέατρα απόκεντρα, είτε ακολουθώντας το κλασικό πρόγραμμα Τετάρτη με Κυριακή, είτε με τις παραστάσεις να περιορίζονται στα Δευτερότριτα, είτε να ξεκινούν την Παρασκευή και να παίζονται ως την Τρίτη, ακόμη κι αν δεν ασφυκτιούν σε θεατές, κάτι που συμβαίνει με τα περισσότερα, οι πλατείες τους καλύπτονται σ’ ένα 70%-80%, κάτι περισσότερο από «αξιοπρεπώς», όπως συνηθίζεται να λέγεται στη γλώσσα του θεάτρου όταν η προσέλευση θεατών είναι μικρή.
Νέοι και θέατρο
«Είναι κάτι υπέροχο να βλέπεις αυτή τη σχεδόν ασύλληπτη σε όγκο επιστροφή του κόσμου στο θέατρο, που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια. Και μάλιστα ένα πολύ μεγάλο μέρος του όγκου αυτού να είναι νέοι άνθρωποι που οργανωμένοι σε παρέες, συνεννοούνται για το ποια παράσταση θα παρακολουθήσουν αυτή την εβδομάδα. Είναι κάτι καινούργιο αυτό που συμβαίνει στην εποχή μας γιατί τα παλαιότερα χρόνια το θέατρο ήταν συνδεδεμένο με τις ώριμες ηλικίες. Σίγουρα η εμπειρία του κλεισίματος των χρόνων της πανδημίας, μας έκανε όλους μας να εκτιμήσουμε περισσότερο το τι σημαίνει να συνυπάρξεις για δύο ώρες με άγνωστούς σου ανθρώπους μέσα σε μια κλειστή αίθουσα για μια τόσο ξεχωριστή για τον καθένα λειτουργία. Οσο δυστοπική, επιπόλαιη και με λατρεία του εφήμερου κι αν είναι η εποχή μας, με όλα αυτά που γίνονται με τα κινητά και με τα social media, υπάρχει ένας κόσμος που δεν αρκείται σ’ αυτά. Αντίθετα αισθάνεται ακόμη επιτακτικότερη την ανάγκη να επικοινωνήσει με τους μεγάλους συγγραφείς και με τα μεγάλα έργα συνδυάζοντας αυτή του την ανάγκη με μια έξοδο. Αυτή η συνθήκη μας κάνει να αισθανόμαστε μια, επιπλέον, ευθύνη, ότι αυτό που έχουμε να προσφέρουμε να είναι όσο καλύτερο γίνεται. Λόγω και του πολύ νεανικού κοινού που υπάρχει πια, χρειάζεται να έχουμε διαρκώς στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι εκπαιδεύουμε μια νέα γενιά θεατών, μια γενιά απαιτητική όσον αφορά τον τρόπο ανεβάσματος των μεγάλων, κλασικών, σ’ όποια περίοδο της δραματουργίας κι αν εντάσσονται, έργων. Εναν τρόπο που να τα κάνει θελκτικά και όχι βαρύγδουπα, έναν τρόπο που να μη μοιάζει απαγορευτικός για τις νεανικές ηλικίες ή ότι απευθύνεται σε πολύ μορφωμένους ανθρώπους».
Μάλλον ως πολύ κομψή θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την αποστροφή του Γιώργου Νανούρη όσον αφορά τον τρόπο ανεβάσματος των μεγάλων θεατρικών έργων, όταν ο όρος «κακοποίηση» είναι πολύ συχνός ακόμη και για χείλη που δεν θα τα έκρινες ως συντηρητικά ή παρωχημένα. «Να μη μιλήσουμε για “κακοποίηση” γιατί είναι πολύ βαρύς ο όρος, να μιλήσουμε για μια πολύ μεγάλη παρέμβαση που επιχειρείται όχι τόσο συχνά είναι αλήθεια, σε κλασικά θεατρικά έργα. Η λέξη “κακοποίηση” είναι χαρακτηρισμός, η λέξη “παρέμβαση” μπορεί να έχει και ένα θετικό πρόσημο. Πραγματικά δεν μπορώ να ξέρω τι σκέφτεται ο καθένας που ανεβάζει ένα έργο, μπορώ όμως να ξέρω τι σκέφτομαι προσωπικά ο ίδιος. Μοναδικός μου λοιπόν στόχος είναι να αναδείξω όσο καλύτερα γίνεται αυτό που έχει να πει ο συγγραφέας. Ούτε να το παραποιήσω ούτε να το αλλάξω. Οταν ανεβάζεις το έργο οποιουδήποτε συγγραφέα το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να καταθέσεις τη σκηνοθετική, παραστασιακή ματιά πάνω στο ίδιο το έργο, όχι να το αλλάξεις. Είτε ζει ο συγγραφέας είτε έχει πεθάνει το έργο δεν παύει να παραμένει δικό του. Αυτό είναι το ένα σκέλος. Το δεύτερο είναι πως όταν αποφασίζεις να ανεβάσεις το έργο ενός διαχρονικού συγγραφέα είτε είναι ένας αρχαίος τραγικός που έζησε πριν από 2.500 χρόνια είτε είναι ο Σαίξπηρ και ο Τσέχωφ είτε ο Άρθουρ Μίλερ που έζησαν πριν από όσα χρόνια έζησε ο καθένας, εσύ είσαι ο μικρός όλης αυτής της υπόθεσης, που δεν ξέρεις επιπλέον αν θα σε θυμάται κανείς έστω και έπειτα από δέκα χρόνια. Ενώ το έργο όλων αυτών των δημιουργών υπάρχει εδώ και αιώνες, ή εδώ και δεκαετίες, και θα συνεχίσει να υπάρχει. Οφείλουμε λοιπόν να σταθούμε απέναντί τους όχι μ’ έναν τρόπο απαξιωτικό για τους εαυτούς μας, αλλά αναγνωρίζοντας το μέγεθος τους μ’ έναν τρόπο που κάνει ακόμη και το δέος απέναντί τους ένα στοιχείο δημιουργικό. Πώς να το κάνουμε, όταν πρόκειται για έργα που επιζούν τόσους αιώνες, δεν υπάρχει άλλος τρόπος προσέγγισής τους παρά αναγνωρίζοντας την προτεραιότητα των ίδιων των έργων και των δημιουργών τους και όχι τη σημασία της δικής μας συμβολής».
Αλλάζοντας τον «Αίαντα»
Οποιαδήποτε ένσταση κι αν θα αισθανόταν την ανάγκη να προβάλλει κανείς, το κριτήριο του χρόνου που φαίνεται να πρυτανεύει στις απόψεις και τις θέσεις του σημερινού μας συνομιλητή, δεν είναι μόνο ακαταμάχητο αλλά φαίνεται ν’ αποκλείει και οποιαδήποτε άλλη εκδοχή. «Οταν ανεβάζεις μια τραγωδία ή έναν Αρθουρ Μίλερ και απευθύνεσαι και σε ένα νεανικό κοινό, τόσο αυτό το κοινό όσο και το κοινό της ώριμης ηλικίας δεν είναι απαραίτητο ή μάλλον είναι σίγουρο ότι δεν έχει διαβάσει ούτε την τραγωδία ούτε τον Μίλερ. Δεν διαβάζει κανείς θεατρικά έργα, διαβάζει λογοτεχνία. Τα θεατρικά έργα είναι για να παρασταίνονται και να τα βλέπουμε. Πώς λοιπόν θ’ αλλάξω τον “Αίαντα” και θα πω στον οποιοδήποτε ότι αυτό που βλέπει είναι ο “Αίαντας” του Σοφοκλή; Με λίγα λόγια, του λέω ψέματα. Αν ζούσαν ο Σοφοκλής και ο Σαίξπηρ και ο Μίλερ και έβλεπαν με τις παραστάσεις μας να τους “έχουμε αλλάξει τα φώτα”, δεν θα ήμασταν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουμε γι’ αυτή την έλλειψη σεβασμού απέναντί τους; Τι είδους ελευθερία είναι αυτή που αναγνωρίζουμε στον εαυτό μας ώστε να εκμεταλλευόμαστε την σωματική απουσία των δημιουργών όταν στην πνευματική τους παρουσία δείχνουμε να ομνύουμε με το να ανεβάζουμε τα έργα τους;».
Οσο πιο περίσκεπτο ή πιο μελαγχολικό αναγνωρίζεις έναν καλλιτέχνη τόσο μεγαλύτερη αισθάνεσαι την ανάγκη να μάθεις για τα παιδικά του χρόνια και πόσο ευτυχής θα αισθανθείς αν τα χρόνια αυτά υπήρξαν ευτυχισμένα, αφού η συνέχεια σε σχέση με τα ώριμα χρόνια ενός καλλιτέχνη, δεν μπορεί να υπήρξε ποτέ ανέφελη, στην καλύτερη περίπτωση να ήταν τα χρόνια αυτά δύσκολα και προβληματικά. «Διάβασα πρόσφατα αυτό που έγραψε ένας συγγραφέας στην Αμερική ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με καλλιτεχνικά επαγγέλματα, με επαγγέλματα δηλαδή που προϋποθέτουν την έκθεση, είναι άνθρωποι που δεν έχουν αγαπηθεί ως παιδιά και φαντάζονται πως εκτιθέμενοι θα αγαπηθούν από άγνωστούς τους ανθρώπους. Δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει κάτι ανάλογο, είναι όμως γεγονός πως όταν αποφασίζεις να κάνεις ένα επάγγελμα συνδυασμένο με την έκθεση, οπωσδήποτε κάποιο μικρό κενό, κάποιο μικρό τραύμα, υπάρχει μέσα σου που πιστεύεις πως με την έκθεση θα καλυφθεί ή και θα επουλωθεί, ή ότι θα κατορθώσεις επιτέλους να πάρεις την αγάπη που δεν σου έδωσε το οικείο σου περιβάλλον. Ισχύουν πολλά μαζί ή ακόμη και τίποτε. Μπορεί να είσαι ένα ψώνιο, ή να σ’ έκανε ο θαυμασμός για ένα πρόσωπο να επιλέξεις ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα, ή τέλος η μαγεία ενός άλλου κόσμου, μακριά από την κανονικότητα που ζεις τόσο στο σπίτι σου όσο και στην καθημερινότητα που αναπόφευκτα εμπλεκόμαστε όλοι μέσα της. Η καθημερινότητά μας είναι τόσο γκρίζα, πεζή και τσιμεντένια και με το θέατρο σου δίνεται η ευκαιρία να φτιάξεις έναν άλλο κόσμο, έστω μικρόκοσμο, με ομορφιά, με ποίηση, με ανθρώπους που επικοινωνείς μαζί τους κι αυτό χάρη κυρίως σε σπουδαία κείμενα πολύ σημαντικών δημιουργών. Στο θέατρο είτε με τις πρόβες είτε με τις παραστάσεις, είναι σαν να ζεις σ’ έναν μικρό, αλλιώτικο πλανήτη σε σχέση με το καθημερινό σου περιβάλλον, είναι σαν να επιχειρείς διαρκώς ένα ταξίδι που κάνει την πραγματικότητα πιο υποφερτή».