Διαδρομές της αναλυτικής φιλοσοφίας

Οποιοσδήποτε έχει περάσει από ένα πανεπιστημιακό τμήμα φιλοσοφίας, σύντομα έρχεται αντιμέτωπος με το γεγονός ότι στον χώρο της φιλοσοφίας υπάρχουν δύο παράλληλα σύμπαντα. Το ένα είναι αυτό που αποκαλείται (πρωτίστως από τους εκπροσώπους του άλλου σύμπαντος) «ηπειρωτική φιλοσοφία». Το άλλο είναι η αναλυτική φιλοσοφία. Τα δύο σύμπαντα ενίοτε συνυπάρχουν μέσα σε ένα τμήμα φιλοσοφίας, αλλά διαλέγονται σε πολύ μικρό βαθμό. Στον αγγλόφωνο κόσμο τα πράγματα είναι ακόμη πιο σαφή. Τα τμήματα φιλοσοφίας πρωτίστως ασχολούνται με την αναλυτική φιλοσοφία, την οποία αναγνωρίζουν ως τη μόνη αυθεντική αντίληψη της φιλοσοφίας, ενώ η υπόλοιπη φιλοσοφία, που περιλαμβάνει μερικά από τα πιο σημαντικά και επιδραστικά κριτικά φιλοσοφικά ρεύματα, από τη φαινομενολογία και τον υπαρξισμό έως την αποδόμηση και τον μαρξισμό, θεραπεύεται σε τμήματα λογοτεχνίας ή κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας.

Το παράδοξο είναι ότι η αναλυτική φιλοσοφία, που είναι περισσότερο ένας τρόπος του φιλοσοφείν, παρά ένα φιλοσοφικό σύστημα (με τον τρόπο που θα χαρακτηρίζαμε έτσι π.χ. το έργο του Χέγκελ), βρίσκεται σε μια ιδιότυπη θεωρητική κρίση από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, από τη στιγμή που ο Κουάιν αποδόμησε τη διάκριση αναλυτικών και συνθετικών αληθειών και αργότερα όταν πλήθος μεταφυσικών ερωτημάτων ήρθαν ξανά στο προσκήνιο, αναπαράγοντας συχνά φιλοσοφικές τοποθετήσεις με τις οποίες υποτίθεται ότι είχαν έρθει, ή όταν – επί της ουσίας – ο ύστερος Βιτγκενστάιν ερχόταν σε ρήξη με τις θέσεις της πρώτης περιόδου του. Ομως, ως ένα φιλοσοφικό ύφος ή στυλ, με την έννοια που έχει στη λογοτεχνία, αλλά και ως ιδεολογία, η αναλυτική φιλοσοφία παραμένει ηγεμονική στα περισσότερα φιλοσοφικά τμήματα του αγγλόφωνου κόσμου (και όχι μόνο) αλλά και στα περισσότερα φιλοσοφικά περιοδικά υψηλού κύρους. Και αυτό το ύφος είναι σαφές: έντονα ανιστορικό, «τεχνικό», με έμφαση στα παραδείγματα από την «καθημερινή ζωή», με περιφρόνηση για μεγάλο μέρος του πιο «διαλεκτικού» ή «μεταφυσικού» φιλοσοφικού λεξιλογίου και με συστηματική απροθυμία για διάλογο (και αντιπαράθεση) με άλλα ρεύματα.

Η εξήγηση της απήχησης

Τι ήταν, όμως, αυτό που οδήγησε σε αυτή την ηγεμονία; Με αυτό ακριβώς το ερώτημα ασχολείται το βιβλίο του Κρίστοφ Σουρίνγκα “A Social History of Analytic Philosophy” (Μια κοινωνική ιστορία της αναλυτικής φιλοσοφίας), που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Verso. Ο πυρήνας της τοποθέτησής του είναι ότι μόνο μία κοινωνική ιστορία, που θα λαμβάνει υπόψη το πώς διαμορφώθηκε ένας πολιτικός και ιδεολογικός συσχετισμός δύναμης ιδίως στις ΗΠΑ, μπορεί να εξηγήσει πώς απέκτησε και διατηρεί τέτοια απήχηση η αναλυτική φιλοσοφία.

Ο Σουρίνγκα ανασυγκροτεί την ιστορία αυτού που αργότερα θα παρουσιαστεί, θα «κατασκευαστεί» ουσιαστικά, ως μια ενιαία αναλυτική φιλοσοφική παράδοση, παραθέτοντας τις διαφορετικές πηγές: τις τομές στη μαθηματική λογική που κάνουν τον Ράσελ και τον Μουρ να εμφανίζονται ως αυτοί που φέρνουν μια φιλοσοφική επανάσταση. Τον κομβικό ρόλο που παίζει ο Βιτγκενστάιν από τη στιγμή που εμφανίζεται. Την παράλληλη πορεία του Κύκλου της Βιέννης και της ιδιαίτερης σχέσης με τη φιλοσοφία της επιστήμης. Τη σημασία που έχει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ώστε αρκετοί από τους εκπροσώπους αυτού του ρεύματος να βρεθούν στη Βρετανία και στις ΗΠΑ. Τον τρόπο που η Οξφόρδη γίνεται από ένα σημείο και μετά το σημείο αναφοράς μιας ολόκληρης παράδοσης που επικεντρώθηκε στην «καθημερινή γλώσσα». Την αναδρομική κατασκευή μιας «γλωσσικής στροφής» που υποτίθεται ότι υπήρχε εξαρχής. Την αντοχή στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις και τα όρια μιας μεταγενέστερης στροφής προς τη «μεταφυσική», κυρίως μέσα από τη μετατόπιση και σε οντολογικά ερωτήματα. Την ανάδυση μιας αντίληψης «πειραματικής» φιλοσοφίας και τη σημασία που είχε η ανάπτυξη της τροπικής λογικής. Τα προβλήματα των προσπαθειών για έναν αναλυτικό μαρξισμός ή έναν αναλυτικός φεμινισμό.

Η εκκαθάριση του μακαρθισμού

Ομως, ο Σουρίγνκα δεν περιορίζεται στο να απαριθμήσει τα διαφορετικά και συχνά αντιφατικά μεταξύ τους θεωρητικά και ιδεολογικά ρεύματα που διαμόρφωσαν την αναλυτική φιλοσοφία ως μία ιδιαίτερη πρακτική της φιλοσοφίας. Ταυτόχρονα, εξετάζει αναλυτικά πώς παρότι αρχικά, ιδίως στον Κύκλο της Βιέννης, υπήρχαν και στοχαστές με μια αντικαπιταλιστική τοποθέτηση, χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Οτο Νόιρατ, η μεταπολεμική ηγεμονία της αναλυτικής φιλοσοφίας βοηθήθηκε από το αντικομμουνιστικό «κυνήγι μαγισσών» της περιόδου του μακαρθισμού που στην πράξη οδήγησε σε μια σχεδόν πλήρη εκκαθάριση των τμημάτων φιλοσοφίας από τους αριστερούς καθηγητές, αφήνοντας το πεδίο ώστε η αναλυτική φιλοσοφία να κυριαρχήσει.

Αυτή η κυριαρχία είχε να κάνει με το πώς η αναλυτική φιλοσοφία, σε όλες τις παραλλαγές και τις αποχρώσεις της, κατά βάση ήταν συμβατή με τον φιλελευθερισμό και συνολικότερα μια ιδεολογία που θεωρούσε τον καπιταλισμό ως έναν αξεπέραστο ιστορικό ορίζοντα. Καθόλου τυχαία ο Σουρίνγκα συγκρίνει την αναλυτική φιλοσοφία με δύο ρεύματα: τη νεοκλασική οικονομική θεωρία και ιδίως τον μαρτζιναλισμό, ως απολογητική των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων θεωρία και τον συμπεριφορισμό και την εξέλιξή του.

Πολιτικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις

Ως αποτέλεσμα η αναλυτική φιλοσοφία αναδύεται ως μια πρακτική της φιλοσοφίας που δεν επιθυμεί να έρθει σε διάλογο με την ιστορία, είτε του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού, είτε των ιδεών, που παρότι δηλώνει επιστημονική ή ακόμη και «πειραματική» στην πράξη κινείται πάντα ενός των πολιτικών και ιδεολογικών προκαταλήψεών της, που αρνείται πεισματικά να γίνει μια αδυσώπητη κριτική του υπάρχοντος και άρα εκ των πραγμάτων συναινεί και συμβάλλει στην αναπαραγωγή των σημερινών κοινωνικών σχέσεων και μορφών, αποτελώντας σε τελική ανάλυση ιδεολογική τους αποτύπωση.