Δύο κάλπες, ένας νόμος και όλα τα σενάρια: Ο οδικός χάρτης του Μητσοτάκη στον δρόμο για τις εκλογές

Το πολιτικό σκηνικό παραμένει ρευστό με εμφανή κρίση αντιπροσώπευσης, με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση υπό διαφορετικές πιέσεις και με τη φημολογία δημιουργίας νέων κομμάτων εκ δεξιών και εξ αριστερών, που θα μπορούσαν να ανακατέψουν την πολιτική τράπουλα. Σε αυτό το περιβάλλον, είναι λιγότερες οι βεβαιότητες και περισσότερα τα σενάρια, τα οποία σταθμίζονται από το Μέγαρο Μαξίμου και τους πολιτικούς αντιπάλους του. Στην πρώτη λίστα, εκείνη των δεδομένων, υπάρχει για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ένα ορόσημο που αφορά ευθέως και τον εκλογικό χρόνο: η ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ελλάδα την 1η Ιουλίου του 2027, που σημαίνει σχετικές προετοιμασίες της χώρας από το τέλος της άνοιξης εκείνης της χρονιάς. Με βάση το γεγονός ότι το Μαξίμου διαψεύδει ότι βλέπει την επικείμενη ΔΕΘ ως διάδρομο για πρόωρες εκλογές και με βάση τις παρασκηνιακές εκτιμήσεις για εθνική αναμέτρηση σε δύο γύρους, δηλαδή αλλεπάλληλες εκλογές, διαμορφώνεται ο εξής οδικός χάρτης: ο εκλογικός ορίζοντας ανοίγει το νωρίτερο στο τέλος του 2026 (άλλοι επιμένουν για αρχές του 2027) και οι εκλογικές μάχες τελειώνουν σε κάθε περίπτωση τον Απρίλιο του 2027. Με τη ΝΔ να παραμένει σήμερα έξω από την τροχιά διεκδίκησης της αυτοδυναμίας, δημοσίως ο Μητσοτάκης χαρακτηρίζει «δύσκολο αλλά εφικτό» τον στόχο και παρασκηνιακά ζυγίζονται οι παράμετροι και τα χαρακτηριστικά δύο αναμετρήσεων.

ΤΟ ΔΟΜΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗ

Το σενάριο αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης στην πρώτη κάλπη και άρνησης του ΠΑΣΟΚ σε μια πρόταση Μητσοτάκη για συγκυβέρνηση συζητείται περισσότερο από κάθε άλλο. Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, που σαφώς θέλει να οδεύσει στην κάλπη με αφήγημα κυβερνησιμότητας όπως και η ΝΔ θα ζητήσει αυτοδυναμία, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ένδειξη ότι θα συναινούσε σε κυβέρνηση συνεργασίας. Από την πλευρά του Μαξίμου ποντάρουν στο ότι τα σκληρά διλήμματα διακυβέρνησης και η πόλωση σε ένα φάσμα αστάθειας θα μπορούσαν να λειτουργήσουν συσπειρωτικά για την πρώτη δύναμη, ιδίως εάν καταγραφεί η σημερινή, μεγάλη διαφορά πρώτου – δεύτερου. Και ιδίως αν καταγραφεί μια πίεση στον Νίκο Ανδρουλάκη από κομμάτι στελεχών του, ειδικά από όσους εκτιμούν ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει άμεσα να αποκτήσει ξανά κυβερνητικό ρόλο, με τον αρχηγό να οδηγείται μπροστά σε ένα δομικό πρόβλημα: η εμπειρία του 2012 είναι πολύ ισχυρή για την πασοκική βάση και πολλοί εκ των ψηφοφόρων και στελεχών που επέστρεψαν τα επόμενα χρόνια, όπως η παπανδρεϊκή πτέρυγα, δεν θα ήθελαν να δουν το κόμμα να συγκυβερνά με τη ΝΔ – ανεξαρτήτως του Μητσοτάκη, δηλαδή του προσώπου στη θέση του Πρωθυπουργού. Και όσοι έμειναν τότε, έκριναν τη στάση του κόμματος ως αναγκαία και, όπως θεωρούν, οι ίδιες συνθήκες δεν προκύπτουν σε αυτή τη φάση – ούτε η ανάληψη της εξαμηνιαίας προεδρίας της ΕΕ συνιστά τέτοια συνθήκη. Στο υποθετικό σενάριο που ο Ανδρουλάκης έκανε προσπάθεια να βρει κοινή συνιστάμενη με τη ΝΔ θα μπορούσε να απευθυνθεί στη βάση για επικύρωση οποιασδήποτε απόφασης. Ακόμα και έτσι ενδεχομένως να μην εξασφαλιζόταν ότι δεν θα υπάρχει διάσπαση και αυτή η εκτίμηση αναλυτών προέρχεται από την εκπεφρασμένη άποψη για τη συγκυβέρνηση με ΝΔ πρωταγωνιστών των τελευταίων εσωκομματικών εκλογών. Συνεπώς θα απαιτούνταν ευρεία συναίνεση στον εσωκομματικό μηχανισμό.

Η δύσκολη εξίσωση

Η εξίσωση είναι δύσκολη για τον Μητσοτάκη. Σε αντίθεση με το Μαξίμου, η εκτίμηση πέριξ της Χαριλάου Τρικούπη είναι ότι στις δεύτερες εκλογές το ΠΑΣΟΚ δεν θα αποδυναμωθεί αλλά θα κρατήσει δυνάμεις και ακόμα κι αν στηθούν τρίτες κάλπες δεν θα υπάρξει κατάρρευση. Η επιλογή τρίτης αναμέτρησης εγκλωβίζει πρώτα τον Μητσοτάκη, υπό τον φόβο ότι θα καλλιεργούσε εικόνα αγκίστρωσης στην καρέκλα της εξουσίας. Ο ίδιος αγωνιά προς το παρόν για τα αρχικά βήματα της διαδρομής, για το αν θα βάλει την πρώτη ζώνη ασφαλείας, που θα κρίνει την άνεση κινήσεων της επόμενης μέρας: διευρυμένη διαφορά από τον δεύτερο. Οσο μεγαλύτερη η ψαλίδα, εκτιμάται, τόσο μειωμένα τα περιθώρια ενεργοποίησης εναλλακτικών σεναρίων στον δρόμο για τη δεύτερη αναμέτρηση. Μάλιστα άφησε στη δημόσια σφαίρα τη φράση («Πρώτο Θέμα») ότι υπάρχει ζωή και μετά την πρωθυπουργία («θα ξαναδουλέψω, δεν µπορώ να βγω στη σύνταξη»), αν και φρόντισε να ξεκαθαρίσει ότι θα αγωνιστεί για τρίτη θητεία. Κι αυτό σε μια συγκυρία με ανοιχτά τα εσωκομματικά και με κεντρικές προσπάθειες να μη διακινούνται συζητήσεις περί διαδοχής.

Το όριο και το μπόνους

Στο μεταξύ παρά τις διαψεύσεις του Μαξίμου ότι εξετάζονται αλλαγές στον εκλογικό νόμο, η συζήτηση – και οι εισηγήσεις – επέστρεψαν. Αλλωστε παραμένουν ένθερμοι υποστηρικτές των τροποποιήσεων σε δύο κατευθύνσεις: τόσο στο όριο εισόδου στη Βουλή όσο και στο μπόνους της πρώτης δύναμης. Οι θιασώτες της ανόδου του πήχη εισόδου ενός κόμματος στη Βουλή από το 3% σήμερα στο 5%, που θα σηματοδοτούσε σημαντική ανακατανομή εδρών, πατούν στο σημερινό «χαοτικό», όπως λένε, κοινοβουλευτικό σκηνικό των οκτώ κομμάτων και του κλαμπ των 25 ανεξάρτητων βουλευτών.

Ο αντίλογος λέει ότι όχι απλώς υπάρχει κίνδυνος να δοθεί εικόνα ηττοπάθειας της κυβέρνησης αλλά και ότι μια τέτοια κίνηση απειλεί με τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα – με ξαφνικές, ανεπιθύμητες συσπειρώσεις. Η δεύτερη συζήτηση αφορά την αύξηση του μπόνους από τις 50 έδρες στις 70 σε συνάρτηση με την απόσταση από τον δεύτερο. Κατά πληροφορίες, η ιδέα είναι η εξής: μια διαφορά οκτώ ή δέκα ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ πρώτου και δεύτερου πριμοδοτείται αυτομάτως.