Εκτροχιασμοί

Προ ημερών εκτροχιάστηκε ένα τρένο στη Γερμανία και μάλιστα υπήρξαν νεκροί και τραυματίες. Η άμεση συνέπεια ήταν ότι η ελληνική κυβέρνηση ανέστειλε την επικείμενη συμφωνία με τους γερμανικούς σιδηροδρόμους, που θα είχε ως στόχο την πλήρη αναδιοργάνωση του ΟΣΕ. Αυτό όμως είναι το έλασσον. Το μείζον είναι ότι μαζί με το γερμανικό τρένο εκτροχιάστηκε και η βεβαιότητα όσων διακήρυτταν ότι η αυτοματοποίηση του συστήματος προσφέρει απόλυτη ασφάλεια στους σιδηροδρόμους. Βασιζόμενοι σε αυτή την πεποίθηση, πρόβαλαν τον ισχυρισμό ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε διαπράξει «έγκλημα» στα Τέμπη, διότι δεν διασφάλισε την έγκαιρη ολοκλήρωση του συστήματος. Συνεπώς οι υπουργοί της έπρεπε να διωχθούν για κακούργημα και ο πρωθυπουργός για εσχάτη προδοσία.

Η πολιτική στην Ελλάδα είχε εκτροχιαστεί πολύ πριν εκτροχιαστεί το γερμανικό τρένο. Τον ίδιο ακριβώς εκτροχιασμό ζούμε και σήμερα με την υπόθεση των παράνομων κτηνοτροφικών επιδοτήσεων. Εξηγούμαι. Οι κυβερνητικές πολιτικές ευθύνες στην περίπτωση αυτή είναι αναμφισβήτητες και μάλιστα αποτελούν βαριά ήττα για το ξεχασμένο πια «επιτελικό κράτος» που έχει βγει από τις ράγες της αποστολής του. Αντί να εποπτεύει το κράτος κεντρικά, να εντοπίζει τα προβλήματα και να προειδοποιεί έγκαιρα για την αντιμετώπισή τους, κατέληξε μια άχρηστη γραφειοκρατία.

Οπως η φύση και η βυζαντινή τέχνη, έτσι και η πολιτική απεχθάνεται το κενό. Η αποτυχία  του επιτελικού κράτους διευκόλυνε την ανάπτυξη της πιο ακραίας μορφής αντιπολιτευτικού εκτροχιασμού. Εννοώ αυτήν που συνίσταται στην εμμονική ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και μάλιστα στην κακουργηματική εκδοχή της –   ως γνωστόν το πλημμέλημα θεωρείται  αθώωση των πολιτικών αντιπάλων. Ακούγοντας τους εκπροσώπους των κομμάτων της αντιπολίτευσης στη Βουλή να ξελαρυγγιάζονται σε κατάσταση υστερίας, σκέφτομαι συχνά ότι η συμπεριφορά τους συνιστά κλινική περίπτωση, για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτείται η συνδρομή εξειδικευμένων ιατρικών υπηρεσιών. Ο εκ μέρους τους αγωνιώδης διαγκωνισμός στην αναζήτηση των πιο ακραίων χαρακτηρισμών επιβεβαιώνει ότι το τρένο της αντιπολίτευσης τρέχει εκτός ελέγχου στα χωράφια.

Πώς φτάσαμε ως εδώ; Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες. Οι κυριότεροι είναι η κομματική πολυδιάσπαση της αντιπολίτευσης και το χαμηλό επίπεδο των εκπροσώπων της, που ευνοούν την ανασφάλεια και το άγχος απέναντι σε έναν πρωθυπουργό ο οποίος κατά κανόνα εκφράζεται με την αυτοπεποίθηση της πολιτικής κυριαρχίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εκ μέρους της αντιπολίτευσης διαμόρφωση μιας θετικής πολιτικής πλατφόρμας με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό φαντάζει και είναι αδύνατη. Τα κόμματα κινούνται μόνο στον ορίζοντα του άμεσου και του βραχυπρόθεσμου. Ζουν και  αναπνέουν με μοναδικό στόχο να «κοντύνουν» τον αντίπαλο. Στην ουσία έχουμε να  κάνουμε με μια μοντέρνα εκδοχή του παλαιού ηθικού πλεονεκτήματος, το οποίο έχει δηλαδή απογυμνωθεί από το ιδεολογικό του προκάλυμμα, αυτό που κρατούσε ακόμη το τρένο της Αριστεράς στις ράγες του.

Ο Μιχαήλ Πασχάλης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης