Εμπορικός πόλεμος: Η κρίσιμη διαπραγμάτευση με την Κίνα και τα νέα δεδομένα στο παρά πέντε

Δεν είναι απλή πρόβλεψη, αλλά κοινή παραδοχή. Οι συνεχιζόμενες εμπορικές εντάσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας αναμένεται να έχουν άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να προειδοποιεί για σημαντική επίδραση στον πληθωρισμό της ευρωζώνης.

Νέο πακέτο

Οι εκτιμήσεις περιπλέκονται καθώς ο Τραμπ άλλαξε τα δεδομένα, με νέους δασμούς για 70 χώρες και μετάθεση της εφαρμογής των δασμών που είχαν συμφωνηθεί με την ΕΕ. Με τις αλλαγές σε 70 χώρες, ο μέσος όρος των δασμών στις ΗΠΑ θα ανέβει από 13% σε περίπου 15%. Παράλληλα, την παραμονή το απόγευμα, πριν από την 1η Αυγούστου, όταν θα ίσχυε η εφαρμογή των δασμών, μετέθεσε την ημερομηνία για τις 7 Αυγούστου (και για την ΕΕ). Το Μεξικό πήρε νέα προθεσμία 90 ημερών για να συμφωνήσει με τις ΗΠΑ. Με την Κίνα οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται. Η εκεχειρία στους δασμούς λήγει στις 12 Αυγούστου.

Ο άγνωστος Χ

Ο κρίσιμος παράγοντας που μπορεί να ανατρέψει όλα τα δεδομένα, με συνέπειες στην Ευρώπη, αποτελεί το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Οπως αναφέρεται σε πρόσφατο blog της ΕΚΤ, οι αυξημένοι αμερικανικοί δασμοί σε κινεζικά προϊόντα – που έφτασαν έως και το 135% – οδηγούν σε ανακατεύθυνση των κινεζικών εξαγωγών προς την Ευρώπη. Το αποτέλεσμα είναι αυξημένη προσφορά και φθηνότερες τιμές για τους ευρωπαίους καταναλωτές, με την ΕΚΤ να εκτιμά μείωση του πληθωρισμού κατά 0,15 ποσοστιαίες μονάδες το 2026.

Η τάση αυτή, γνωστή ως trade diversion, θυμίζει τη σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας το 2018, όταν ομοίως παρατηρήθηκε αύξηση 2-3% στις ευρωπαϊκές εισαγωγές από την Κίνα. Ωστόσο, οι σημερινές συνθήκες είναι ακόμη πιο ευνοϊκές για μεγαλύτερη μετατόπιση καθώς η σύνθεση των κινεζικών εξαγωγών προς ΗΠΑ και ΕΕ είναι σχεδόν ταυτόσημη των ανεπτυγμένων εμπορικών σχέσεων και των υποστηρικτικών μέτρων του Πεκίνου προς τις επιχειρήσεις του. Η υποτίμηση του γουάν και οι κρατικές επιδοτήσεις δίνουν στους κινέζους εξαγωγείς τη δυνατότητα να προσφέρουν χαμηλότερες τιμές, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό στην ευρωπαϊκή αγορά.

Για την ευρωζώνη, η συνέπεια είναι διπλή. Από τη μία, η πίεση στις τιμές καταναλωτή μπορεί να οδηγήσει την ΕΚΤ σε περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής – κάτι που ήδη αποτελεί σενάριο στο τραπέζι καθώς ο πληθωρισμός αποκλίνει από τον στόχο του 2%. Από την άλλη, η εισροή φθηνών προϊόντων προκαλεί αναστάτωση σε ευρωπαϊκούς βιομηχανικούς κλάδους όπως τα ηλεκτρικά είδη, η κλωστοϋφαντουργία και η αυτοκινητοβιομηχανία, προκαλώντας έντονες ανησυχίες για απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Ηδη, η ΕΕ ετοιμάζει απαντήσεις σε μορφή προστατευτικών μέτρων, όπως δασμούς αντιντάμπινγκ, ενώ εξετάζει τρόπους ενίσχυσης της στρατηγικής της αυτονομίας. Η πιθανότητα πλήρους ρήξης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αυξάνει την πίεση προς τις Βρυξέλλες να διαχειριστούν την κρίση ισορροπώντας μεταξύ γεωπολιτικών συμμαχιών και οικονομικών συμφερόντων.

Οι ασάφειες

Η συμφωνία ΗΠΑ – Κίνας, προς το παρόν, παραμένει ασαφής. Οι συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών στη Στοκχόλμη συνεχίσθηκαν χωρίς αποτέλεσμα, με τον Λευκό Οίκο να διαμηνύει ότι η τελική απόφαση για τη συνέχιση ή όχι της «ανακωχής δασμών» ανήκει προσωπικά στον πρόεδρο Τραμπ. Εν τω μεταξύ, η Κίνα αυξάνει την πίεση, ενισχύοντας περαιτέρω τις εξαγωγικές της ικανότητες και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη παρουσία της στην ευρωπαϊκή αγορά, σε περίπτωση κατάρρευσης των αμερικανοκινεζικών διαπραγματεύσεων.

Η Ευρώπη, στο σταυροδρόμι της αμερικανοκινεζικής σύγκρουσης, καλείται να απαντήσει όχι μόνο με νομισματικά και εμπορικά εργαλεία, αλλά και με στρατηγική διορατικότητα. Το ρίσκο του αποπληθωρισμού από τη μία και της βιομηχανικής αποδυνάμωσης από την άλλη απαιτεί συντονισμένη και ισορροπημένη πολιτική. Σε μια εποχή ρευστότητας και παγκόσμιων ανακατατάξεων, η ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής βάσης, η διαφοροποίηση των εμπορικών εταίρων και η διατήρηση σταθερών δημοσιονομικών κανόνων αναδεικνύονται σε κρίσιμες προτεραιότητες για τις Βρυξέλλες.

Η στρατηγική

Παράλληλα, η σύγκρουση ΗΠΑ – Κίνας έχει οδηγήσει και σε ένα νέο πλαίσιο διαπραγμάτευσης εμπορικών συμφωνιών. Η Ευρώπη καλείται να επανεξετάσει τη στρατηγική της όσον αφορά τις εμπορικές συμμαχίες. Ενδείξεις δείχνουν αναθέρμανση των συνομιλιών για ένταξη στη Συμφωνία CPTPP στον Ειρηνικό και παράλληλη ενεργοποίηση της πρωτοβουλίας Global Gateway, μέσω της οποίας η ΕΕ φιλοδοξεί να αναπτύξει νέες εμπορικές διαδρομές προς Ασία και Αφρική. Στο παρασκήνιο, η Κομισιόν φέρεται να εξετάζει επιπλέον την ενίσχυση των μηχανισμών εμπορικής άμυνας, συμπεριλαμβανομένων των αντισταθμιστικών δασμών σε επιδοτούμενες εισαγωγές.

Οι συνέπειες δεν είναι μόνο οικονομικές αλλά και νομισματικές. Αν ο πληθωρισμός συνεχίσει να υποχωρεί εξαιτίας της αυξημένης κινεζικής προσφοράς, η ΕΚΤ ενδέχεται να βρεθεί υπό πίεση να διατηρήσει ή και να μειώσει τα επιτόκια για περισσότερο χρονικό διάστημα απ’ όσο υπολόγιζε. Οι αγορές ήδη προεξοφλούν μία επιβράδυνση των αυξήσεων ή και πιθανή αναστροφή τους, ιδίως εάν το παγκόσμιο εμπόριο εισέλθει σε φάση γενικευμένων αποπληθωριστικών πιέσεων.

Από πολιτικής άποψης, η ΕΕ βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Από τη μία, οι ΗΠΑ ζητούν στενότερη ευθυγράμμιση σε θέματα στρατηγικής ασφάλειας και τεχνολογικής κυριαρχίας. Από την άλλη, η Ευρώπη εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το κινεζικό εμπόριο, όχι μόνο για καταναλωτικά προϊόντα αλλά και για κρίσιμες πρώτες ύλες και εξαρτήματα. Επιπλέον, χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία έχουν συμφέρον να διατηρηθούν ανοιχτά τα κανάλια συνεργασίας με το Πεκίνο, δεδομένου ότι σημαντικό μέρος των εξαγωγών τους κατευθύνεται προς την Ασία.

Οι κατασκευαστές

Επίσης, οι ευρωπαίοι κατασκευαστές δεν ανησυχούν τόσο για τις άμεσες επιπτώσεις των αμερικανικών δασμών στις εξαγωγές τους, αλλά κυρίως για τον αυξημένο ανταγωνισμό από φθηνότερα κινεζικά προϊόντα στην εσωτερική αγορά. Πολλές επιχειρήσεις, ιδίως σε κράτη με εξαγωγική παραγωγή όπως η Γερμανία και η Ιταλία – αλλά και στην Ελλάδα – μειώνουν προσωπικό ή επιβραδύνουν προσλήψεις, προσπαθώντας να αντεπεξέλθουν στις πιέσεις κόστους και ζήτησης.