Ημερολόγια ζωής και παρατήρησης

Ο συγγραφέας, ποιητής και επιμελητής εκδόσεων Θανάσης Θ. Νιάρχος, συνεργάτης για δεκαετίες των «ΝΕΩΝ», έχει μια θηριώδη μνήμη, μια μεγάλη πείρα από τις συνυπάρξεις του με πρόσωπα όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, μια λαμπρή παρακαταθήκη στα ελληνικά γράμματα με τις καταγραφές του, τις βιογραφήσεις, την ποίησή του. Ανέλαβε μέσα στα χρόνια να γράψει, να αποθησαυρίσει εκ μέρους άλλων, αλλά είναι εξίσου καίριος και βαθύς στη δική του εν συνόλω λογοτεχνική πορεία. Συνεκδότης για χρόνια της περίφημης Λέξης, μαζί με τον Αντώνη Φωστιέρη, έναν εξίσου πολύ σημαντικό ποιητή της γενιάς του ’70, τύχη για όποιον τον έχει γνωρίσει.

Και τώρα μας έχει παραδώσει τον τόμο «Επιτέλους μόνος» από τον Καστανιώτη, μια συλλογή, επιλογή από τα ημερολόγια που κρατάει για περίπου πέντε δεκαετίες – έξοχο πρόλογο ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής. Ακατάτακτα και όχι γραμμικά, στη σειρά που παρατίθενται, είναι καθημερινές καταγραφές της ζωής του Νιάρχου, των συναντήσεων ιδιωτικών και δημόσιων από το Μέγαρο Μουσικής ή ένα βιβλιοπωλείο της Σόλωνος μέχρι τις πιο γκρίζες ζώνες της Αθήνας εκεί που οι άρσεις των ανθρώπων δίνουν τον τόνο. Μια καταγραφή πολύτιμη θα λέγαμε της πνευματικής κίνησης και της κίνησης των ιδεών στη χώρα μεταπολιτευτικά με έναν θίασο σημαντικών ανθρώπων να παρελαύνουν στην καθημερινότητα του Θανάση, από την Κική Δημουλά, τον Μένη Κουμανταρέα, τον Γιάννη Κοντό, τον Αλέκο Φασιανό, τον Κώστα Μητρόπουλο, μέχρι την Αμαλία Μεγαπάνου, τον Ντίνο Πετράτο, τη Ζωζώ Ζαπουντζάκη ή τον δικό του αγαπημένο οικογενειακό κύκλο. «Απαντοχή και μαζί ένας μεγάλος διασκελισμός από τη μοναχικότητα της μονάδας στο μαζί της καρδιάς», γράφει ευσύνοπτα και καίρια στην κριτική της για το βιβλίο η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου (Οδός Πανός, τεύχος 207).

Κι αν τα άγνωστα περιστατικά για γνωστά πρόσωπα έχουν τη σημασία τους, ο υπαινιγμός και ένα είδους εσωτερικός γλυκόπικρος μονόλογος που περνά στις σελίδες είναι το λαμπρότερο δείγμα λογοτεχνίας του Νιάρχου. Ο άνθρωπος που μένει μόνος, η δημόσια μοναξιά της Αθήνας, ο καταναγκασμός μιας κοσμικότητας που στον πυρήνα της έχει το γκροτέσκο δράμα, ο υφέρπων ανταγωνισμός των μορφωμένων και οι ηρωικές χειρονομίες των λαϊκών ανθρώπων. Ο Νιάρχος έχει την ικανότητα να κινείται μεταξύ του πιο ευτελούς και του πιο ακριβού, μεταβολίζοντας τις συμπεριφορές και καθιστώντας τες άξιες αφήγησης. Τα ημερολόγια αυτά είναι αρμοί γεγονότων, σκέψεων και παρατηρήσεων, αλλά περισσότερο από όλα είναι όσα υπαινίσσονται, όσα θάβονται εδώ. Οσα επιλέγονται να μη λεχθούν. Η Αθήνα είναι η μεγάλη πρωταγωνίστρια του τόμου, παρά τα ταξίδια του συγγραφέα. Και η Αθήνα ως σκηνικό με τα καφέ της, τη χαμένη της προφορικότητα και τη δυναμική των συναντήσεων.