
Πήγαινε ήδη μια βδομάδα που ‘χαμε στήσει και ζήτημα ήταν να ‘χαμε ανταλλάξει όλες κι όλες τρεις κουβέντες. Δεν μετράω τα καλημέρα-καληνύχτα και τα γενικά σχόλια για τη θερμοκρασία και τα κουνούπια, ούτε κάθε φορά που έπαιρνα τον δρόμο για το μαγαζάκι πάνω στον οικισμό, που μου ‘λεγε «see you later, alligator» – μιλάω για κανονική συζήτηση. Μια μυρωδιά ερχόταν, θυμαρίσιο μέλι από κάπου, το αεράκι ήταν ευχάριστο, τα πεύκα έριχναν γερή σκιά, εγώ στην αιώρα μου κι ο Τζο στο πτυσσόμενο καρεκλάκι. Φορούσε κοντομάνικο πουκάμισο ξεκούμπωτο, με φανελάκι από μέσα και γυαλιά αεροπόρου πορτοκαλί: ένα πορτοκαλί ελαφρύ, διάφανο, που δεν του ‘κρυβε τελείως τα μάτια. Κι είχε ένα χαμόγελο καρφωμένο, διαρκώς, είτε που μουρμούραγε είτε που διάβαζε εκείνο το περίεργο βιβλίο του, το εικονογραφημένο «Λεξικό Συμβόλων» ενός Τζ. Κούπερ, είτε που σήκωνε κάτι μικρά κιάλια που ‘χε περασμένα στον λαιμό για να τσεκάρει τι έπαιζε στην παραλία και στα γύρω αντίσκηνα και χασκογελούσε χωρίς εμφανή λόγο, και χο χο χο και χε χε χε, σταθερά, εκεί, το ίδιο πάντα κάτασπρο χαμόγελο. Κι ούτε είχαμε γνωρίσει κόσμο, ούτε κάποια ιδιαίτερη φάση ψηνόταν, άκρες ούτε κατά διάνοια. Γενικά δεν γινόταν τίποτα.
Μια μέρα εμφανίστηκαν κοτσύφια. Ηταν πάνω στη στιγμή ακριβώς που διάβαζα στον Τζο τα νέα της ημέρας απ’ το κινητό, τι γίνεται στον Λίβανο και στη Συρία, τι γίνεται στη Γάζα, κι αυτός χαμογελούσε χωρίς να σηκώνει καθόλου το βλέμμα απ’ το βιβλίο του, που ήρθαν τα τρία αυτά κοτσύφια με τα γαλάζια κεφάλια και φτερά, απ’ αυτά που παλιά έβλεπες αρκετά συχνά στην Ανάφη αλλά όχι και τόσο συχνά πλέον, κι άρχισαν να τσιμπολογάνε το μισοφαγωμένο τοστάκι του Τζο. «Χθες πάλι άνοιξαν πυρ στη διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας», είπα, «σαράντα έξι νεκροί». Ο Τζο δεν αντέδρασε. «Ο 33χρονος σοσιαλιστής Ζoχράν Μαμντάνι», συνέχισα, «είναι ο νικητής των προκριματικών εκλογών στους Δημοκρατικούς για τη διεκδίκηση της δημαρχίας στη Νέα Υόρκη». Πάλι τίποτα. Το αεράκι ευχάριστο, το πεύκο έριχνε τη σκιά του.
Τότε ο Τζο σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του και είπε: «Ξέρεις τι συμβολίζει το κοτσύφι;» «Οχι» απάντησα. «Για σκέψου λίγο». «Δεν ξέρω Τζο, τι συμβολίζει;» «Το ερωτικό σκίρτημα» είπε και κοίταξε με τα κιάλια προς το απέναντι αντίσκηνο. Κάτω απ’ την αρχαία φοινικιά που έκανε την παραλία να μοιάζει με όαση είχαν στήσει το πρωί δυο άτομα. Ο ένας ήταν σίγουρα ο Τζίμι Κάρτερ, κι ο δεύτερος μπορεί να ήταν ο Μάικλ Μπλούμπεργκ – κι αυτοί με ανοιχτά πουκάμισα και φανελάκια. Τίποτα δεν δικαιολογούσε να τους κοιτάζει ο Τζο με τα κιάλια και να χασκογελάει επαναλαμβάνοντας «το ερωτικό σκίρτημα, χε χεχ ε, το ερωτικό σκίρτημα και τη θέληση για ζωή». «Θα σ’ το φάνε όλο το τοστ» είπα. «Είναι πολύ ωραίες αυτές οι νεαρές κοπέλες που ήρθαν. Κοίτα τι ωραίες που είναι». «Ποιες κοπέλες, Τζο;» «Η Λόρα και η Πέγκι». Ο Κάρτερ κι ο Μπλούμπεργκ είχαν απλώσει τα μαγιό τους να στεγνώσουν και τώρα καθόντουσαν κι αυτοί στις πτυσσόμενες καρέκλες τους. «Δεν υπάρχουν Λόρα και Πέγκι, Τζο. Δεν υπάρχουν αυτά που λες». «Μια χαρά υπάρχουν, χε χε χε» έκανε ο Τζο συνεχίζοντας να κοιτάζει τους άλλους με τα κιάλια. «Εσύ αυτά που λες δεν υπάρχουν». «Καλά, πάω στο μαγαζάκι» είπα. «Θες τίποτα;» «See you later, alligator». Πήρα την ανηφόρα. Το αεράκι ήταν ευχάριστο. Η μυρωδιά απ’ το θυμαρίσιο μέλι δυνάμωνε στη στροφή. Πίσω, τα κοτσύφια συνέχιζαν να τρώνε το τοστάκι του Τζο.