Η Ινδία στο επίκεντρο – Πώς το ρωσικό πετρέλαιο συνεχίζει να ρέει στην παγκόσμια αγορά

Η εκτόξευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου από την Ινδία μετά το 2022 έχει τοποθετήσει το Νέο Δελχί στο επίκεντρο μιας περίπλοκης γεωοικονομικής και γεωπολιτικής εξίσωσης. Πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το ρωσικό αργό αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το 1% των συνολικών εισαγωγών πετρελαίου της Ινδίας. Σήμερα, η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική: οι καθημερινές εισαγωγές ξεπερνούν τα 1,5 εκατομμύρια βαρέλια, δηλαδή περισσότερο από το 30% της συνολικής κατανάλωσης.

Η δραματική αύξηση δεν οφείλεται κυρίως στις ενεργειακές ανάγκες της Ινδίας, αλλά στις δυνατότητες κερδοσκοπίας που προσφέρει το ρωσικό πετρέλαιο σε χαμηλή τιμή. Οι ινδικές πετρελαϊκές εταιρείες αγοράζουν αργό με μεγάλες εκπτώσεις, το διυλίζουν και στη συνέχεια εξάγουν προϊόντα – βενζίνη, ντίζελ και άλλα καύσιμα – σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία. Υπολογίζεται ότι πάνω από το μισό του όγκου που εισάγεται καταλήγει εκ νέου στην παγκόσμια αγορά σε μορφή επεξεργασμένων καυσίμων. Με τον τρόπο αυτό, η Ινδία έχει εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους «κόμβους διύλισης» του πλανήτη, μετατρέποντας το ρωσικό πετρέλαιο που υπόκειται σε κυρώσεις σε προϊόν με υψηλή προστιθέμενη αξία.

Για τη Μόσχα, η συνεργασία αυτή αποτελεί σανίδα σωτηρίας, καθώς διασφαλίζει την εισροή πολύτιμου συναλλάγματος. Για τη διεθνή κοινότητα, όμως, δημιουργείται ένα παράδοξο: ενώ η Δύση επιχειρεί να περιορίσει τα έσοδα της Ρωσίας μέσω εμπάργκο και κυρώσεων, η Ινδία λειτουργεί ουσιαστικά ως «παγκόσμια αίθουσα συμψηφισμού», παρέχοντας στον Πούτιν οικονομικούς πόρους για τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι χωρίς συνέπειες. Από τη μία πλευρά, οι δυτικές οικονομίες καλούνται να δαπανήσουν δεκάδες δισεκατομμύρια για τη στήριξη της Ουκρανίας. Από την άλλη, τα ίδια αυτά κράτη εισάγουν συχνά καύσιμα που έχουν προέλθει από ρωσικό πετρέλαιο μέσω ινδικών διυλιστηρίων, ενισχύοντας εμμέσως τα ρωσικά ταμεία. Το παράδοξο αυτό ενισχύει τις φωνές που μιλούν για «διάβρωση» της διεθνούς στρατηγικής απομόνωσης της Μόσχας.

Παράλληλα, η Ινδία συνεχίζει να διατηρεί στενές στρατιωτικές σχέσεις με τη Ρωσία. Το διάστημα 2020–2024, περίπου το 36% των εισαγωγών όπλων της χώρας προήλθε από τη Μόσχα, ακόμη και αν οι παραγγελίες από ΗΠΑ, Γαλλία και Ισραήλ αυξήθηκαν. Ωστόσο, οι συμφωνίες με τη Δύση συνοδεύονται από απαιτήσεις μεταφοράς τεχνολογίας και εγκατάστασης παραγωγικών μονάδων στο ινδικό έδαφος, κάτι που περιορίζει τα δυτικά οφέλη και αυξάνει τους κινδύνους στρατηγικής εξάρτησης.

Η γεωπολιτική εικόνα είναι περίπλοκη. Η Ινδία προβάλλει την ανάγκη για «ενεργειακή ασφάλεια» και το δικαίωμά της να διατηρεί ευέλικτες οικονομικές σχέσεις. Ωστόσο, η ταχύτατη αύξηση των ροών ρωσικού πετρελαίου και οι τεράστιες εξαγωγές διυλισμένων προϊόντων δημιουργούν ανησυχίες στη Δύση, τόσο για την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων όσο και για τη στρατηγική συνοχή του «αντιρωσικού μετώπου».

Εν τέλει, το ερώτημα παραμένει: μπορεί η Ινδία να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιδίωξη ενεργειακών και οικονομικών κερδών και στον ρόλο της ως δυνητικού στρατηγικού εταίρου της Δύσης; Για την ώρα, η πραγματικότητα δείχνει ότι η Νέα Δελχί αξιοποιεί στο έπακρο την ευκαιρία που προσφέρει το φθηνό ρωσικό αργό, έστω κι αν αυτό ενισχύει τη χρηματοδότηση ενός πολέμου που αποσταθεροποιεί την Ευρώπη και δοκιμάζει τις αντοχές της διεθνούς τάξης.