
Η Apple ανακοίνωσε μια νέα επένδυση ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ, ενισχύοντας τις προσπάθειές της να επαναφέρει σημαντικά τμήματα της παραγωγής της στο αμερικανικό έδαφος. Η κίνηση αυτή αποτελεί άμεση απάντηση στις πιέσεις του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επιδιώκει την επιστροφή της κατασκευαστικής δραστηριότητας στον τόπο του και έχει ήδη απειλήσει την Apple με δασμούς 25% στα iPhones, ενώ ανακοινώθηκε δασμός περίπου 100% στην εισαγωγή τσιπ και ημιαγωγών.
Ο Τραμπ, στο πλαίσιο της οικονομικής του ατζέντας «Πρώτα η Αμερική», επιδιώκει να προσελκύσει επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας και να μειώσει την εξάρτηση των ΗΠΑ από την Ασία. Το νέο πρόγραμμα της Apple περιλαμβάνει την εγκατάσταση νέων μονάδων κατασκευής κρίσιμων εξαρτημάτων, σε μια προσπάθεια να θωρακίσει την εφοδιαστική της αλυσίδα και να περιορίσει τις συνέπειες από τους εμπορικούς πολέμους. Η Apple είχε ήδη δεσμευτεί να επενδύσει 500 δισεκατομμύρια δολάρια σε βάθος τετραετίας, αλλά η νέα ανακοίνωση ανεβάζει το ποσό στα 600 δισ. δολάρια, δείχνοντας καθαρά την πίεση που ασκεί ο Τραμπ στον τεχνολογικό κολοσσό. Παρά ταύτα, η Apple δεν σκοπεύει να μεταφέρει όλη την παραγωγή της εντός ΗΠΑ, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε εγκατάλειψη των υπερσύγχρονων εγκαταστάσεων της στην Κίνα και την Ινδία, με τεράστιο οικονομικό κόστος.
Ο Τιμ Κουκ, προσπαθώντας να διατηρήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την κυβέρνηση Τραμπ, έχει συμμετάσχει σε συναντήσεις με κορυφαίους τεχνολογικούς ηγέτες όπως ο Έλον Μασκ, ο Σούνταρ Πιτσάι και ο Τζεφ Μπέζος, ενώ παρευρέθηκε και στη δεύτερη ορκωμοσία του προέδρου. Ταυτόχρονα, η αμερικανική κυβέρνηση έχει εξαγγείλει τεράστιες επενδύσεις σε κέντρα δεδομένων και τεχνητή νοημοσύνη – από τη συνεργασία της OpenAI με την Oracle, μέχρι την ανακοίνωση της Nvidia για επενδύσεις 500 δισ. δολαρίων. Στο τραπέζι των εμπορικών διαπραγματεύσεων, η Ουάσιγκτον ζητά από εταίρους όπως η Ιαπωνία και η ΕΕ να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους στις ΗΠΑ, με τον Τραμπ να ερμηνεύει μονομερώς τις δεσμεύσεις αυτές ως «λευκή επιταγή».
Η νέα στρατηγική της Apple αποτελεί σαφή ένδειξη του τρόπου με τον οποίο οι γεωπολιτικές πιέσεις επηρεάζουν τις αποφάσεις των μεγαλύτερων τεχνολογικών κολοσσών. Με το βλέμμα στραμμένο στην αποφυγή επιπλέον δασμών και στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς της, η εταιρεία του Κουκ επιχειρεί μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική λογική και την πολιτική πραγματικότητα. Το θέλω με το μπορώ έχει πάντα μεγάλη απόσταση…