
Η εταιρεία κατασκευής μικροτσίπ κολοσσός Intel αρχίζει να τραβά ξανά περισσότερο πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας -κι αυτή τη φορά για πιο θετικούς λόγους. Μετά τις μεγάλες προκλήσεις από το ανταγωνισμό κυρίως από την Ασία και την Ευρώπη, την αλλαγή διευθύνοντος συμβούλου και την επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ στο νέο αφεντικό Λιπ Μπου Ταν κατηγορώντας τον για δεσμούς με την Κίνα, η αμερικανική εταιρεία αρχίζει όπως όλα δείχνει να προχωράει προς τα εμπρός με ταχύτερο βηματισμό από όσο πριν.
Στα πλαίσια αυτά, η SoftBank Group συμφώνησε τώρα να αγοράσει μετοχές της Intel αξίας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, προχωρώντας σε μια απροσδόκητη συμφωνία μέχρι τώρα για τις αγορές συμφωνία ώστε να στηρίξει τον αμερικανικό γίγαντα αντιμετωπίζει δυσκολίες, ενισχύοντας παράλληλα και τις δικές της φιλοδοξίες για δυναμική παρουσία στον κλάδο των μικρο τσιπ.
Η ιαπωνική εταιρεία, η οποία προσθέτει την Intel σε ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο που περιλαμβάνει τις Nvidia, μεγάλες εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης, και την Taiwan Semiconductor Manufacturing Co. (TSMC), καταβάλλει 23 δολάρια ανά μετοχή. Αυτό οδήγησε στις αρχές της εβδομάδας σε νέο ενδιαφέρον για μετοχές της Intel.
Το κρατικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ
Λίγο πριν την ανακοίνωση της ιαπωνικής Softbank, πληροφορίες του Bloomberg ήθελαν την ίδια την κυβέρνηση των ΗΠΑ να βρίσκεται σε συζητήσεις για να αποκτήσει μερίδιο περίπου 10% στην Intel. Πρόκειται για κίνηση που θα μπορούσε να οδηγήσει τις ΗΠΑ στο να γίνουν ο μεγαλύτερος μέτοχος της κατασκευάστριας-κολοσσού στα μικροτσιπ. Πρόκειται για εξελίξεις που δείχνουν ότι ο αμερικανικός γίγαντας των μικροτσίπ μπορεί να γίνεται ξανά «πολύφερνη νύφη» των επενδυτών στη Wall Street, όπου πανίσχυροι παίκτες «διψάνε» για ντιλ και αποδόσεις –ειδικά στην τεχνητή νοημοσύνη.
Πηγές από το Λευκό Οίκο ανέφεραν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ εξέταζε πιθανή επένδυση στην Intel, η οποία θα περιλάμβανε τη μετατροπή μέρους ή όλων των επιχορηγήσεων της εταιρείας από τον αποκαλούμενο Νόμο περί Μικροτσιπ («Chips Act») των ΗΠΑ σε μετοχικό κεφάλαιο. Η Intel αναμένεται να λάβει συνολικά 10,9 δισεκατομμύρια δολάρια από επιχορηγήσεις του νόμου αυτού. Αυτό το ποσό είναι περίπου αρκετό για να καλύψει μια τέτοια στοχευμένη συμμετοχή του αμερικανικού Δημοσίου. Με την τρέχουσα αγοραία αξία της Intel, ένα μερίδιο 10% στην κατασκευάστρια τσιπ θα άξιζε στην παρούσα φάση περίπου 10,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Το ακριβές μέγεθος του μεριδίου, καθώς και το αν ο Λευκός Οίκος επιλέξει να προχωρήσει με το σχέδιο, παραμένουν υπό διαπραγμάτευση, ανέφεραν οι πηγές του διεθνούς ειδησεογραφικού πρακτορείου.
Τραμπ και Λιπ Μπου Ταν
Νωρίτερα, στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, ο Λιπ Μπου Ταν είχε σπεύσει στο Λευκό Οίκο για να βρεθεί κοινή συμβιβαστική λύση με τον Ντόναλντ Τραμπ, ειδικά όσον αφορά τις προσωπικές επιθέσεις του αμερικανού προέδρου.
Μετά τη συνάντηση η Intel εξέδωσε ανακοίνωση που ανέφερε πως «Νωρίτερα σήμερα (σ.σ στις 11 Αυγούστου), ο κ. Ταν είχε την τιμή να συναντηθεί με τον Πρόεδρο Τραμπ για μια ειλικρινή και εποικοδομητική συζήτηση σχετικά με τη δέσμευση της Intel στην ενίσχυση της ηγετικής θέσης της τεχνολογίας και της παραγωγής στις ΗΠΑ. Εκτιμούμε την ισχυρή ηγεσία του Προέδρου για την προώθηση αυτών των κρίσιμων προτεραιοτήτων και προσβλέπουμε στη στενή συνεργασία μαζί του και την κυβέρνησή του καθώς επαναφέρουμε (στην επιτυχία) αυτήν τη σπουδαία αμερικανική εταιρεία».
Οι εκτιμήσεις
Μια ομοσπονδιακή υποστήριξη θα μπορούσε να δώσει στην Intel περισσότερο περιθώριο για να αναζωογονήσει ζημιογόνες δραστηριότητές της, αλλά εξακολουθεί να υποφέρει από αδύναμο οδικό χάρτη προϊόντων και προκλήσεις στην προσέλκυση πελατών στα νέα της εργοστάσια, ανέφεραν αναλυτές της Wall Street.
Η Intel πέρυσι εξασφάλισε σχεδόν 8 δισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις, τις μεγαλύτερες τέτοιες από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία βάση της νομοθεσίας, για την κατασκευή νέων εργοστασίων στο Οχάιο και σε άλλες πολιτείες. Αυτό έγινε καθώς ο πρώην διευθύνων σύμβουλος Πατ Γκέσλινγκερ πόνταρε σε αυτές τις επιδοτήσεις για να αποκαταστήσει το παραγωγικό πλεονέκτημα της εταιρείας.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει προηγουμένως αποκτήσει μετοχές σε εταιρείες που βρίσκονται υπό πίεση. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2007-2009, απέκτησε μερίδιο στην General Motors, πουλώντας στη συνέχεια το μερίδιο αυτό το 2013.