Μόδα, ανάγκη ή πολυτέλεια τα βιολογικά προϊόντα;

Τρίτη μεσημέρι, στο Παλαιό Ψυχικό. Ο ήλιος καίει, όμως ανάμεσα στα δέντρα και κάτω από τις τέντες η βιολογική λαϊκή αγορά σφύζει από ζωή. Οι πάγκοι είναι γεμάτοι με φρέσκα εποχικά προϊόντα: μοσχοβολιστές ώριμες ντομάτες, ζουμερά ροδάκινα, σκούρα κολοκυθάκια με τον ανθό τους ακόμη στην άκρη, μυρωδάτο βασιλικό, χειροποίητες μαρμελάδες και παραδοσιακές ελιές. Κάποιοι έχουν φέρει μικρά καρότσια λαϊκής, άλλοι κρατούν πάνινες τσάντες. Οι πωλητές συζητούν με τους πελάτες – όχι μόνο για τις τιμές, αλλά για το πώς καλλιεργήθηκε το κάθε προϊόν, αν είναι από δικό τους χωράφι, πώς έγινε η πιστοποίηση. Ο κόσμος δεν βιάζεται και όσοι τελικώς αγοράζουν δείχνουν να έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε αυτό που βάζουν στο καλάθι τους.

Σε μια γωνιά της αγοράς ένας παραγωγός ανοίγει ένα τελάρο με αρωματικές φράουλες. «Είναι από το κτήμα μου στην Οινόη» λέει. «Δεν βάζω τίποτα πέρα από κομπόστ και στάχτη. Οποιος θέλει να έρθει να δει». Δίπλα του, μια νεαρή γυναίκα ζητά να μάθει αν η μαρμελάδα έχει ζάχαρη ή αν είναι με πετιμέζι. «Δεν παίρνω πολλά – παίρνω λίγα και καλά. Δεν θέλω να τρώνε τα παιδιά μου φρούτα ποτισμένα με φάρμακα» λέει η κυρία Νίκη, μητέρα δύο μικρών παιδιών, καθώς γεμίζει τη σακούλα της με μήλα και πατάτες.

«Δεν με νοιάζει αν είναι λίγο πιο ακριβό. Τουλάχιστον έχει γεύση, δεν είναι ψεύτικο» σχολιάζει και ο κύριος Στέλιος, 73 ετών, που προτιμά τις ελιές και τα ντοματίνια. «Από τότε που άρχισα να ψωνίζω βιολογικά, δεν πετάω φαγητό. Κρατάει περισσότερο, δεν “νερώνει”» λέει ο Αντώνης, οικογενειάρχης ο οποίος – όπως τουλάχιστον μας λέει – μαγειρεύει καθημερινά.

Κάποιοι γονείς παραδέχονται ότι θα ήθελαν να αγοράζουν περισσότερα βιολογικά, αλλά με δυσκολία καταφέρνουν να αντέξουν το κόστος τους. Μια ηλικιωμένη κυρία, που έχει στο καρότσι της μόνο τρία προϊόντα, μας λέει:

«Εδώ έρχομαι γιατί ξέρω τι παίρνω. Δεν μπορώ κάθε εβδομάδα, αλλά δεν θέλω ούτε τα παιδιά μου να τρώνε σκουπίδια. Καλύτερα λιγότερα και καθαρά». Δίπλα της ένας νεαρός, που περιμένει υπομονετικά να ζυγίσει τα κολοκυθάκια, προσθέτει: «Εγώ ξεκίνησα από περιέργεια. Τώρα μου φαίνεται αδιανόητο να πάρω κάτι “μεγάλο και τέλειο” που δεν έχει ούτε άρωμα ούτε γεύση».

Τι σημαίνει «βιολογικό»

Υπάρχουν, φυσικά, κι αυτοί που παραδέχονται πως ακόμη φοβούνται μήπως «την πατήσουν» και πληρώσουν παραπάνω αγοράζοντας προϊόντα-μαϊμού, χωρίς τις αναγκαίες εγγυήσεις. Η εμπιστοσύνη, άλλωστε, δεν είναι αυτονόητη – κερδίζεται τελάρο με τελάρο.

Με βάση τον σχετικό ευρωπαϊκό κανονισμό, τα βιολογικά προϊόντα είναι τρόφιμα που παράγονται χωρίς τη χρήση συνθετικών φυτοφαρμάκων, ορμονών, χημικών λιπασμάτων και γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (ΓΤΟ). Η καλλιέργειά τους στηρίζεται σε φυσικές μεθόδους και σέβεται το έδαφος, το νερό, την εποχικότητα και τη βιοποικιλότητα. Γι’ αυτό η παραγωγή τους συνοδεύεται και από περιβαλλοντικά οφέλη.

Η Κλειώ Δημητριάδου, διαιτολόγος – διατροφολόγος MSc, σημειώνει: «Τα βιολογικά τρόφιμα μειώνουν σημαντικά την έκθεσή μας σε χημικά κατάλοιπα, κάτι κρίσιμο για τις πιο ευάλωτες ομάδες, όπως είναι τα παιδιά και οι έγκυες γυναίκες. Δεν είναι μόνο καθαρότερα, αλλά διατροφικά ανώτερα σε αρκετές περιπτώσεις». Η ίδια συμπληρώνει: «Πέρα από το προφανές – τη διατροφή –, τα βιολογικά σχετίζονται και με μια γενικότερη κουλτούρα πρόληψης και σεβασμού στο περιβάλλον».

Μελέτες δείχνουν ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα περιέχουν υψηλότερες συγκεντρώσεις αντιοξειδωτικών (βιταμίνη C, φλαβονοειδή, καροτενοειδή), μαγνησίου, φωσφόρου και σιδήρου. Παράλληλα, στη σύνθεσή τους θα βρει κανείς λιγότερα νιτρικά και υπολείμματα φυτοφαρμάκων. Πιο πρόσφατες μετα-αναλύσεις, μάλιστα, συνδέουν τη βιολογική διατροφή με χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος, καλύτερη ποιότητα σπέρματος και μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης συγκεκριμένων μορφών καρκίνου. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις για όλα τα οφέλη, η τάση δείχνει θετική.

Οταν η αγορά γίνεται κοινότητα: Το μοντέλο των λαϊκών

Ο Αυτοδιαχειριζόμενος Φορέας Βιοκαλλιεργητών Περιφέρειας Αττικής συντονίζει 24 λαϊκές αγορές αποκλειστικά με πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα. Η πρόεδρός του, Δήμητρα Τσακίρη, αναφέρει: «Οι παραγωγοί μας είναι όλοι πιστοποιημένοι. Ελέγχονται τακτικά, τόσο από τον φορέα μας όσο και από τις Αρχές. Γίνεται δειγματοληψία, επαλήθευση ποσοτήτων και φυσικά έλεγχοι στα χαρτιά».

Τα δύο τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τη Δήμητρα Τσακίρη, παρατηρείται μια μικρή αλλά σταθερή αύξηση στον συνολικό τζίρο των βιολογικών αγορών της Αττικής. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες, το κοινό φαίνεται να στρέφεται περισσότερο προς τη βιολογική διατροφή, αναγνωρίζοντας την αξία της ποιότητας και της ασφάλειας των τροφίμων.

Σε επίπεδο καταναλωτικής συνήθειας, όπως αναφέρεται, μια τετραμελής οικογένεια επισκέπτεται τη βιολογική λαϊκή αγορά κατά μέσο όρο κάθε δύο εβδομάδες, δαπανώντας περίπου 40 έως 50 ευρώ τη φορά. Ενας από τους λόγους είναι και η μεγαλύτερη «διάρκεια ζωής» των βιολογικών προϊόντων, αφού δεν περιέχουν συνθετικά λιπάσματα και ορμόνες, ενώ αναπτύσσονται με φυσιολογικό ρυθμό – χωρίς να αποθηκεύουν περιττό νερό, με αποτέλεσμα να μη σαπίζουν εύκολα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι, όπως σημειώνει η Τσακίρη, οι τιμές πλέον σε πολλά προϊόντα δεν διαφέρουν σημαντικά από τα αντίστοιχα συμβατικά: «Μπρόκολο, πατάτα, ντομάτα, μαρούλι: πολλές φορές έχουν ίδια ή και χαμηλότερη τιμή στις βιολογικές αγορές απ’ ό,τι στα σουπερμάρκετ». Η αλήθεια είναι πως αρκετές φορές μέσα στον χρόνο παρατηρήσαμε πως οι τιμές ήταν ίδιες σε αρκετά προϊόντα, όπως μπρόκολο και μαρούλι. Αντίθετα, στα σουπερμάρκετ η διαφορά τιμής μπορεί να είναι σημαντική, με τα βιολογικά να κοστίζουν έως και διπλάσια από τα αντίστοιχα συμβατικά προϊόντα.

Σε γενικές γραμμές, πάντως, η διαφορά τιμής ανάμεσα στα βιολογικά και τα συμβατικά προϊόντα κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 10%-30%, αν και σε πολλές περιπτώσεις είναι μικρότερη, κυρίως στις βιολογικές αγορές. Στα σουπερμάρκετ, οι τιμές των βιολογικών είναι σημαντικά αυξημένες και σε αρκετές περιπτώσεις διπλάσιες των συμβατικών.

Η «στροφή» των καταναλωτών

Το σίγουρο είναι πως ολοένα περισσότεροι καταναλωτές αναγνωρίζουν την ποιοτική υπεροχή και τη γεύση των βιολογικών προϊόντων, όμως πολλοί δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να τα εντάξουν σταθερά στη διατροφή τους λόγω του κόστους, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ψώνια από σουπερμάρκετ ή για οικογένειες με αυξημένες ανάγκες.

Για την κυρία Νίκη, είναι θέμα φροντίδας. Για τον κύριο Στέλιο, θέμα γεύσης. Για τον Αντώνη, θέμα εμπιστοσύνης. Ωστόσο για πολλούς καταναλωτές τα βιολογικά προϊόντα παραμένουν μια πρόκληση. Η διαφορά στην τιμή, ιδίως εκτός των λαϊκών αγορών, συχνά λειτουργεί αποτρεπτικά – ιδίως για οικογένειες με περιορισμένο προϋπολογισμό. Παρότι τα οφέλη τους είναι αποδεδειγμένα, η πρόσβαση σε αυτά δεν είναι αυτονόητη. Η ενίσχυση των τοπικών βιολογικών αγορών, η διαφάνεια στην πιστοποίηση και μια πιο στοχευμένη πολιτική στήριξης ίσως να είναι το επόμενο βήμα για να πάψουν τα βιολογικά να είναι προνόμιο λίγων – και να γίνουν επιλογή για περισσότερους.