Ο γέρος που μετρούσε το νερό με τους κουβάδες

Την πρώτη φορά έφτασα στο νησί τέλη Αυγούστου. Το ταξίδι, αργό, ατέλειωτο, πραγματική μετάβαση, όπως όλα τα ταξίδια τότε. Σου δινόταν η ευκαιρία να διαβάσεις, να σκεφτείς, να πιάσεις την κουβέντα, να πλήξεις. Υπόστεγα δεν υπήρχαν. Τη νύχτα, ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, λικνιζόσουν απαλά με τα αστέρια να φωτίζουν τη ρότα. Ολα αυτά μόλις τα ανακάλυπτα, ήταν το πρώτο μου ταξίδι στρωματσάδα, ακόμα δοκίμαζα τις κινήσεις μου, κοίταζα στα κλεφτά των άλλων. Ξαφνικά, φωνές και γέλια σίγησαν καθώς ακούστηκε μέσα στο μισοσκόταδο ο ήχος ενός κλαρίνου. Ακουμπισμένος σε μια βάρκα, ένας άντρας έπαιζε μια τζαζ μελωδία. Στην αρχή διστακτικά, σαν κάποιος που ήρθε ακάλεστος, μα όσο περνούσε η ώρα και αφουγκραζόταν γύρω τη σιωπή που βάθαινε, τόσο έπαιρνε πνοή η μελωδία και οι αυτοσχεδιασμοί ταξίδευαν αργόσυρτοι στο πέλαγος. Σιγά σιγά βούλιαξε ο καθένας μέσα του και μαζί με τη μελωδία του κλαρίνου ξεχύθηκαν θάλασσα οι καημοί και τα όνειρα. Τα μάτια μου δάκρυσαν κι έτσι με πήρε ο ύπνος.

Οταν αντίκρισα ξημερώματα το νησί, μου κόπηκε η ανάσα. Δεν το είχα δει ποτέ σε φωτογραφία, ίντερνετ τότε δεν υπήρχε, η φαντασία ήταν ακόμα ανόθευτη από ξένες εικόνες, ατόφια. Κατάδική μου λοιπόν η χαρά της ανακάλυψης, λες κι ήμουν ο πρώτος θαλασσοπόρος που έφτανε σε ξένη γη, αν και δεν ήταν χαρά αυτό που ένιωσα μα δέος. Το άσπρο περίγραμμα των σπιτιών στην κορυφογραμμή, τα απότομα βράχια που έγδερναν το βλέμμα κι από κάτω όλο εκείνο το μαύρο, έτοιμο να σε ρουφήξει.

Βρήκα κατάλυμα σ’ ένα υπόσκαφο, μια καμάρα που τον χειμώνα πιθανόν να χρησίμευε για μαντρί. Στο βάθος, οι πέτρες έφτιαχναν μικρές κόχες εδώ κι εκεί, δεν ήξερες τι έκρυβαν. Ο ύπνος μου τα βράδια ανήσυχος. Βυθιζόμουν σε αλλόκοτα όνειρα, πεταγόμουν αλαφιασμένη μες στο σκοτάδι, αποκαμωμένη αποκοιμιόμουν το ξημέρωμα.

Ελάχιστα πράγματα έκανα εκείνες τις μέρες λες και τα πόδια μου δεν με βαστούσαν. Μικρούς περίπατους στα μονοπάτια, κολύμπι, λιτά γεύματα με ξερικές ντομάτες, σταφύλια και τυρί, ένα κρασί αψύ που άφηνε στο στόμα ένα άρωμα. Τις πιο πολλές ώρες τις περνούσα ακίνητη, να αγναντεύω το πέλαγος γύρω μου. Ο χρόνος έμοιαζε σταματημένος. Ο αέρας πότε καταλάγιαζε και πότε μάνιαζε σκίζοντας τη σιωπή. Στα χείλη μου έγλυφα το χώμα που ζωγράφιζε τις γραμμές της παλάμης, τρύπωνε κάτω απ’ το ρούχο, σκέπαζε σιγά σιγά όλο μου το σώμα, σαν να ‘θελε να με χωνέψει παρέα με τα ξερόχορτα και τα λιθάρια. Κάτω απ’ τα πόδια μου, το σκοτάδι ολοένα να αντιπαλεύει με το φως. Κατάπινε μια μια τις σκέψεις μου, στέρευε τις επιθυμίες, παντού το αίσθημα του κενού. Ανθρωποι, χρώματα, τοπίο διαλύονταν όπως μια ονειροφαντασία. Απέμενε μονάχα ένας αδηφάγος, χθόνιος κρατήρας, και η φωνή της μάνας μου, που είχα θάψει μόλις πριν λίγες μέρες, να με καλεί από τα έγκατα της γης.

Κι ύστερα ήρθε το επόμενο καλοκαίρι. Επέστρεψα στο νησί, έμεινα τρεις ολόκληρους μήνες. Βρήκα ένα μικρό σπίτι με ένα χωράφι μπροστά στον γκρεμό. Να μου θυμίζει πάντα. Το σπίτι ανήκε σ’ έναν γέρο που μέτραγε το νερό με τους κουβάδες: τόσους για τη λάτρα, τόσους για τα λιγοστά λουλούδια της αυλής και τα ζωντανά, έναν για το μπάνιο του Σαββάτου. Πολύτιμο το νερό. Στις αρχές, περνούσε καμιά φορά το σούρουπο, μετά από τα χωράφια, πίναμε ένα κρασί και αλλάζαμε δυο κουβέντες, να ξεβαρεθούμε, όπως έλεγε. Μετά, χάθηκε. Επεσε πάνω στο γύρισμα της εποχής. Και στο κάλεσμα της νιότης που αποδείχτηκε ισχυρότερο.

Φίλοι άρχισαν να καταφθάνουν στο νησί. Επιασαν ο καθένας κι από μια γωνιά στο σπίτι, άφησαν το δικό τους μερτικό σ’ εκείνο το καλοκαίρι. Αλλος τη μουσική, άλλος το μαγείρεμα, άλλος το ραχάτι. Τα βράδια, το χωράφι αντηχούσε από τα γέλια και τα κυνηγητά. Το σκυλί έτρεχε πέρα δώθε, ολοένα έχωνε το μουσούδι του στο χώμα, έπαιζε με τις σαύρες και με τα τζιτζίκια, ξελογιασμένο κι αυτό με την τόση ελευθερία. Τα πόδια έβγαζαν φτερά, αλώνιζαν το νησί, ξετρύπωναν ένα σωρό πολύτιμους θησαυρούς: ώριμα σύκα, απάτητες παραλίες, πανάρχαιες ζωγραφιές που υμνούσαν τη ζωή. Ετρεχαν, έτρεχαν τα πόδια παίζοντας κυνηγητό με τον έρωτα που παραμόνευε πίσω από τις θολωτές καμάρες, τους καπνούς των τσιγάρων, τα μπάσα μιας κιθάρας και δώσ’ του ο χρόνος να ξοδεύεται, απλόχερα, γενναία, απερίσκεπτα, όπως μόνο η νιότη μπορεί να το κάνει. Το σκοτάδι ήταν πάντα εκεί, αλλά πώς να τα βάλει με όλη αυτή την ευφορία. Ηταν εκεί απλώς σαν υπενθύμιση. Το σώμα απαιτούσε το μερίδιό του, ανάβλυζε χυμούς.

Εψαυε, έγλυφε, οσφραινόταν, άκουγε μαγεμένο τους χτύπους της καρδιάς να γίνονται ένα με τον παλμό της θάλασσας, τα βογγητά της γης και τον χορό των μελτεμιών, γέννημα εκείνου του αιγαιοπελαγίτικου ρυθμού που αντηχούσε απ’ άκρη σ’ άκρη στον ορίζοντα και χανόταν στα βάθη των αιώνων.

Μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότερα φώτα άναβαν σ’ εκείνες τις μικρές, μισοξεχασμένες ως χτες πολιτείες. Γκρεμίδια και κόχες σκοτεινές σοβατίζονταν, οι σιωπές λιγόστευαν, η ζωή μια διαρκής έκρηξη, οι μηχανές στο φουλ! Ωσπου χάθηκε το μέτρο.

Πώς να ξεβαρεθείς, όταν δεν μπορείς πια να βαρεθείς; θα μουρμούραγε ο γέρος που μετρούσε το νερό με τους κουβάδες. Να βουλιάξεις μέσα σου και να στοχαστείς μες στη σιωπή το χτες και το αύριο;

Αυτές ήταν οι δυο φορές που επισκέφθηκα το νησί. Δεν υπήρξε τρίτη κι ούτε θα υπάρξει. Τι να χωρέσει άλλωστε ανάμεσα σε τόση ζωή και τόσο θάνατο;

Η νουβέλα της Λίλας Κονομάρα «Μια τρίχα που γίνεται άλογο» κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη