
Τα πιο όμορφα καλοκαίρια της ζωής μου, όπως με νοσταλγία θυμάμαι, ήταν μέχρι τα δεκατέσσερα χρόνια μου, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Μεσσήνη. Στη συνέχεια, το 1965, μεταναστεύσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα, και τα καλοκαίρια δεν φτάνει που δεν ήταν τόσο καλά, άρχισαν κιόλας χρόνο με τον χρόνο να γίνονται και χειρότερα, πνιγμένα στο τσιμέντο, στο καυσαέριο, στον υπερπληθυσμό και στα κελιά της πολυκατοικίας, ώσπου το 1987 ο πρώτος μεγάλος καύσωνας μας βρήκε απροετοίμαστους, με αποτέλεσμα στους δρόμους τα περισσότερα οχήματα που κυκλοφορούσαν να είναι ασθενοφόρα και νεκροφόρες με φέρετρα. Το ξεπεράσαμε όμως σύντομα σχετικά το πρόβλημα, διότι από την επόμενη χρονιά τα κλιματιστικά και οι κινεζικοί μεγάλοι ανεμιστήρες κάπως «μπάλωσαν» τα πράγματα μέχρι το 2020, οπότε η επέλαση της πανδημίας του κορωνοϊού δημιούργησε για τρία – τέσσερα καλοκαίρια καινούργια τραγικά προβλήματα με «αρχηγό» των γεγονότων τον θάνατο.
Δεν ξέρω πώς, μέσα του, ο πολύς κόσμος αντέδρασε σε αυτή τη συμφορά, εγώ όμως τη δέχθηκα πάρα πολύ άσχημα. Τόσο, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ, μα ποτέ.
Δεν θα ξεχάσω τον φόβο π.χ. των ανθρώπων στα μάτια ή τις μάσκες στα πρόσωπα, έτσι αμίλητοι καθώς όλοι γυρνούσαν. Ούτε το πρώτο εκείνο βράδυ θα ξεχάσω, που πήγα στο καφενείο της γειτονιάς μου να δω τον ποδοσφαιρικό αγώνα του αναβληθέντος Euro και εκεί που άλλες χρονιές δεν έπεφτε καρφίτσα, τώρα ήταν πέντε – έξι άνθρωποι όλοι κι όλοι. Και το χειρότερο; Εφευγαν, άλλοι δέκα, άλλοι δεκαπέντε λεπτά, πριν ο αγώνας τελειώσει. Και έξω; Ψυχή δεν υπήρχε, σκοτάδι βασίλευε και μόνο στο βάθος του δρόμου τα δύο stop του απορριμματοφόρου αχνόφεγγαν, που μάζευε ό,τι άχρηστο μέσα στην πλεονεξία μας είχαμε συλλέξει ως χρήσιμο. Εφυγα και εγώ θυμάμαι τότε, τελευταίος, πέντε λεπτά πριν ο αγώνας τελειώσει. Και στο σπίτι μού ήρθε στον νου ένα μικρό ποίημά μου δημοσιευμένο το 1971 στο περιοδικό «Τραμ», που εξέδιδε ο ποιητής Δημήτρης Καλοκύρης, και το οποίο δεν είναι ενταγμένο σε καμία συλλογή μου. Ελεγε λοιπόν το ποιηματάκι: «Σάββατο βράδυ, και το καφενείο έκλεισε / οι δυο μικροί ανέβασαν τις καρέκλες / ανάποδα στα τραπέζια / και έριξαν νερό με το λάστιχο στα πλακάκια. / Κάτι τέτοιες ώρες άνεμος εγώ, δυνατός / γυρνώ στα σπαρτά / στα σπαρτά γυρνώ, και στο κοιμητήρι».
Η δυσθυμία μου αυτή όμως δεν σταμάτησε εδώ, καθότι από την άλλη μέρα κιόλας οι δρόμοι της πόλης γέμισαν με κάτι περίεργα χαρτάκια παλαιοπωλών, με μια – όλα περίπου ίδια – κοινότοπη γραφή, της οποίας κάποιες εκφράσεις, όπως «Μη με πετάξεις, θα με χρειαστείς», «Αγοράζω άμεσα μετρητά», «Καθαρίζω, αδειάζω υπόγεια, ολοκληρωμένα παλαιά σπίτια», «Θέλεις να πουλήσεις; ΣΕ ΜΕΝΑ – ΜΕ ΚΡΑΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ», «Αγοράζουμε ή πουλάμε για λογαριασμό σας», «Θέλεις χρήματα; Αγοράζω…», με πλήγωναν, βαθύτατα με πλήγωναν, και ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των θανάτων με πηχυαίους τίτλους στις εφημερίδες των περιπτέρων, και αυτός επίσης με πλήγωνε βαθύτατα· τόσο πολύ που, κάνοντας συμψηφισμό και με άλλους θανάτους ομότεχνών μου που είχαν φύγει παλαιότερα όλοι, απανωτά ο ένας μετά τον άλλον, όλα στους δρόμους της Αθήνας μού φαίνονταν τόσο απόκοσμα, σαν να ήμουν θεομόναχος σε μια τεράστια άδεια αίθουσα κινηματογράφου, όπου παρακολουθούσα μια ταινία – ντοκιμαντέρ αναφερόμενη σε κάποια ξένη, μακρινή, πολύ μακρινή μεγαλούπολη γνώριμη, που την είχα επισκεφτεί κάποτε, αλλά όσο όμως και αν πίεζα το μυαλό μου δεν θυμόμουν ποια ήταν, ούτε πότε την είχα επισκεφτεί· ένα ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστή ένα παιδάκι, τον εαυτό μου, που ο φακός το ακολουθούσε βήμα προς βήμα μέσα στο πλήθος, με πρόθεση να δείξει όλα τα αξιοθέατα της πόλης, αλλά χωρίς καθόλου, μα καθόλου ήχο, «φωνή», καθότι το σχετικό μηχάνημα είχε τελείως χαλάσει. Παρά ταύτα, όμως, υπήρξε μέσα σε όλα αυτά και ένα γεγονός που με βοήθησε να ακολουθήσω αποφασιστικά και με σθένος μια συμπεριφορά αρίστη: ήταν όταν πηγαίναμε καλεσμένοι σε δείπνα αγαπημένων μας, για λίγη παρέα, και όλοι έλεγαν ευχές και λόγια τρυφερά, αλλά, αλίμονο, στο ασανσέρ κατεβαίνοντας άνοιγαν το στόμα τους και τίποτα θετικό δεν έβρισκαν να πουν. Τότε εγώ αηδίαζα, πολύ αηδίαζα, και εκείνο που με έσωζε από την ευτέλεια ήταν αυτό που ο εαυτός μου μού έλεγε μέσα μου σχολαστικά να προσέχω και να εφαρμόζω: «Να αποσιωπάς το κακό και τότε θα λάμπει πολλαπλασιασμένο το καλό· και να κλείνεις καλά την πόρτα του φίλου σου», συνέχιζε, «όταν φεύγεις από το σπίτι του, όταν φεύγεις από το σπίτι του το βράδυ».