Επιτρέψτε μου: Το ρεύμα της απενοχοποίησης του λαϊκού και δημοτικοφανούς τραγουδιού δεν είναι μία ιστορία που ξεκίνησε τώρα. Ούτε την ανακάλυψαν τώρα οι όψιμοι εξερευνητές της. Ηδη ο διάλογος έχει ξεκινήσει μεταπολιτευτικά με τις μεγάλες συναυλίες του περιοδικού «Ντέφι» και με πρωταγωνιστή τον Τάσο Φαληρέα, αυτόν το φωτισμένο παραγωγό. Τότε ένα κοινό αποδεσμεύτηκε από μία βαριά πολιτικοποίηση και επανήλθε στο λαϊκό είδος. Ολο αυτό προφανώς εξέβαλε κάποια στιγμή και σε στρεβλές όψεις, κάτι που έκανε τον Φαληρέα – και αναζητήστε το κείμενο στον περίφημο τόμο Χαριστική Βολή από τις εκδόσεις Ιστός – να λέει πως «όχι παιδιά δεν εννοούσαμε αυτό». Αυτή ακριβώς η φράση μού ήρθε αυτό το καλοκαίρι παρατηρώντας και βιώνοντας τα λεγόμενα πανηγύρια ανά την Ελλάδα και μία επιστροφή στις ρίζες ενός νέου κόσμου.
Αυτή θα ήταν μία αθώα ερμηνεία της μαζικοποίησης του πανηγυριού στην ύπαιθρο και στα νησιά. Βαθύτερα όμως μέσα σε αυτή την τάση το μόνο που μπορεί κανείς να προκρίνει είναι ένα νέο καταναλωτικό ρεύμα και όχι ένα ρεύμα απενοχοποίησης κάποιου δημοτικοφανούς ή λαϊκού είδους. Είναι οι άνθρωποι που έχουν εισβάλει στον χώρο του πανηγυριού και όχι απλώς τον επικαθορίζουν αλλά τον επεξεργάζονται εκ νέου και τον διαμορφώνουν πια με τους δικούς τους όρους. Ταυτόχρονα γεννάται το ερώτημα: πού είναι τα όρια της λειτουργίας της κοινότητας και πού τα όρια της εισβολής των νέων εποίκων; Προσοχή, προσωπικά δεν τάσσομαι υπέρ των κλειστών σχημάτων. Τα πανηγύρια μετεξελίσσονται, αλλάζουν μέσα στα χρόνια. Ακόμα και τα λαϊκοδημοτικά πανηγύρια της δεκαετίας του ’60, του ’70 ή και του ’80 – τα περίφημα εκείνα της Αιτωλοακαρνανίας ή της Αττικοβοιωτίας πάλι δέχονταν τα βέλη και τα πυρά παλιότερων καθαρολόγων ή οπαδών μιας καθαρότητας δηλαδή της γραμμής. Και αυτό επειδή προσέθεταν ντραμς στις ορχήστρες ή τέλος πάντων είχαν μοντέρνες εκδοχές.
Κι όμως ακόμα και εκείνα τα λαϊκοδημοτικά πανηγύρια – και δόξα τω Θεώ πολύ υλικό υπάρχει και στο YouTube – κρατούσαν και διαμόρφωναν όρους μιας στοίχισης πάνω στην κοινότητα. Σήμερα τα πανηγύρια που βλέπουμε είναι απλώς προέκταση των αστικών δρόμων της Αθήνας, της διασκέδασης της Ασκληπιού και των παραρτημάτων των μαγαζιών των μεγάλων πόλεων. Ας διασκεδάζει θα μου πείτε ο κόσμος σε μία τόσο δύσκολη εποχή και ας είναι όπως είναι. Βεβαίως, αλλά και εμείς έχουμε δικαίωμα να παρατηρούμε όλα αυτά τα φαινόμενα, να τα ταξινομούμε και αν θέλετε να τα κρίνουμε.
Και κάτι τελευταίο: τον τόνο για πολλά χρόνια τον έδινε ο μεγάλος ερμηνευτής: μία Φιλιώ Πυργάκη, ένας Τάκης Καρναβάς, μία Σοφία Κολλητήρη. Ενας μεγάλος χορευτής. Eνας μεγάλος μουσικός όπως ο Γιώργος Κόρος. Kαι την ατμόσφαιρα την έφτιαχνε ένας μεγάλος γλεντιστής. Ο γλεντιστής της κοινότητας. Ενας συλλογικός καημός που γινόταν κύκλιος χορός.