
Η σινοευρωπαϊκή ένταση ανεβαίνει επίπεδο. Το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε αντίμετρα σε δύο ευρωπαϊκές τράπεζες, τις λιθουανικές UAB Urbo Bankas και AB Mano Bankas: απαγόρευση σε κινεζικούς οργανισμούς και ιδιώτες να πραγματοποιούν οποιεσδήποτε συναλλαγές ή συνεργασίες με αυτές. Η κίνηση παρουσιάστηκε ως «νόμιμη αυτοάμυνα» έναντι της απόφασης της ΕΕ να στοχοποιήσει δύο κινεζικές περιφερειακές τράπεζες στον τελευταίο γύρο περιοριστικών μέτρων για τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στις 18 Ιουλίου 2025, το Συμβούλιο ενέκρινε το 18ο πακέτο κυρώσεων, επιβάλλοντας —για πρώτη φορά— πλήρη απαγόρευση συναλλαγών σε δύο κινεζικά ιδρύματα, τις Heihe Rural Commercial Bank και Heilongjiang Suifenhe Rural Commercial Bank, κρίνοντας ότι «σημαντικά ματαιώνουν» τον σκοπό των ευρωπαϊκών κυρώσεων μέσω διευκόλυνσης ρωσικών ροών. Η εφαρμογή των μέτρων ολοκληρώθηκε στις 9 Αυγούστου.
Η επιλογή λιθουανικών τραπεζών από το Πεκίνο δεν είναι τυχαία. Οι σχέσεις Πεκίνου–Βίλνιους έχουν επιδεινωθεί έντονα από το 2021, όταν η Λιθουανία επέτρεψε το «Taiwanese Representative Office» στη Βίλνιους, προκαλώντας υποβάθμιση διπλωματικών σχέσεων και οικονομικές πιέσεις. Η νέα απαγόρευση συναλλαγών λειτουργεί ως μήνυμα αποτροπής προς κράτη-μέλη που στηρίζουν τη σκληρή γραμμή των Βρυξελλών. Σε πολιτικό επίπεδο, η κίνηση παγιώνει το «σημείο καμπής» που περιέγραψε η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μετά την —συντομευμένη— σύνοδο κορυφής ΕΕ–Κίνας στις 24 Ιουλίου στο Πεκίνο. Η συζήτηση κυμάνθηκε μεταξύ εμπορικών ανισορροπιών, ρόλου της Κίνας στον πόλεμο και του πλαισίου «απομείωσης ρίσκου» (de-risking) που προωθεί η ΕΕ. Η σημερινή ανταλλαγή κυρώσεων επιβεβαιώνει ότι οι δύο πλευρές κινούνται πλέον σε τροχιά αμοιβαίων ανταποδόσεων.
Οικονομικά, ο άμεσος συστημικός κίνδυνος στην ΕΕ μοιάζει περιορισμένος, καθώς το μέτρο στοχεύει δύο τράπεζες εθνικής εμβέλειας, χωρίς ευρεία έκθεση στην Κίνα. Ωστόσο, το προηγούμενο είναι σημαντικό: για πρώτη φορά το Πεκίνο «αγγίζει» ευθέως ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ως απάντηση σε κυρώσεις της ΕΕ. Αυτό μπορεί να παγώσει διμερείς ροές εμπορίου/χρηματοδότησης (π.χ. trade finance), να αυξήσει το ρυθμιστικό κόστος δέουσας επιμέλειας (KYC/AML) για τράπεζες με πελάτες ή αντισυμβαλλόμενους στην Κίνα και να εντείνει τον «κατακερματισμό» συστημάτων πληρωμών, ειδικά σε νομίσματα τρίτων χωρών.
Για το Πεκίνο, τα αντίμετρα υπηρετούν διπλό στόχο: αποθαρρύνουν περαιτέρω επεκτάσεις των κυρώσεων σε κινεζικές εταιρείες/ιδρύματα και στέλνουν προειδοποίηση ενόψει επόμενων πακέτων της ΕΕ, την ώρα που συνεχίζεται η εμπορική διαμάχη για τα ηλεκτρικά οχήματα και τις αμοιβαίες δασμολογικές απειλές. Για τις Βρυξέλλες, ο μοχλός πίεσης παραμένει η ενιαία αγορά και το toolbox ελέγχου στρεβλώσεων (εξαγωγικοί έλεγχοι, FSR, έρευνες επιδοτήσεων), με πολιτικό ρίσκο την πιθανή στοχοποίηση κλάδων/τραπεζών σε «ευαίσθητα» κράτη-μέλη.
Προφανώς, τα επιλεκτικά πλήγματα δεν ανατρέπουν τις ροές κεφαλαίων ΕΕ–Κίνας, αλλά επιταχύνουν την «γεωοικονομική θωράκιση» εκατέρωθεν. Χωρίς δικλίδες αποκλιμάκωσης, κάθε νέος γύρος κυρώσεων/αντιμέτρων θα αυξάνει το κόστος συναλλαγών και την αβεβαιότητα για επιχειρήσεις και τράπεζες που δραστηριοποιούνται ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες αγορές του πλανήτη.