
Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σηματοδότησε τη μεγαλύτερη στρατιωτική επίθεση σε ευρωπαϊκό έδαφος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Δύση αντέδρασε με κυρώσεις, εμπορικούς αποκλεισμούς και στήριξη στο Κίεβο, όμως η σύγκρουση συνεχίζεται για τριάμισι χρόνια χωρίς ορατή λύση. Οι απώλειες για τον άμαχο πληθυσμό είναι βαριές: τουλάχιστον 13.580 νεκροί και πάνω από 34.000 τραυματίες, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Παρά τον αρχικό πανικό, οι χρηματαγορές προσαρμόστηκαν. Το 2022 οι δείκτες S&P 500 και EuroStoxx 50 σημείωσαν απότομες πτώσεις, αλλά ανέκαμψαν προς το τέλος του έτους με τις στρατιωτικές επιτυχίες της Ουκρανίας και τα πακέτα βοήθειας από τις ΗΠΑ. Το 2023, γεγονότα όπως η παράδοση δυτικών αρμάτων μάχης ενίσχυσαν την επενδυτική εμπιστοσύνη, ενώ ακόμα και κρίσεις – όπως η ανταρσία της Wagner – είχαν μόνο προσωρινή επίδραση.
Στην τρέχουσα φάση, οι αγορές κινούνται με μικτές αντιδράσεις: η κατάληψη ουκρανικών πόλεων από τη Ρωσία επηρέασε αρνητικά τις ευρωπαϊκές μετοχές, αλλά νέα πακέτα βοήθειας σταθεροποίησαν την εικόνα. Οι διαπραγματεύσεις για μερική κατάπαυση πυρός το καλοκαίρι του 2025 ευνόησαν τα χρηματιστήρια, με τον S&P 500 να καταγράφει άνοδο σχεδόν 50% από τα προπολεμικά επίπεδα και τον EuroStoxx 50 περίπου 39%. Στην Ισπανία, ο Ibex 35 έχασε 8,2% το 2022 λόγω ενεργειακής κρίσης και πληθωρισμού, αλλά σήμερα βρίσκεται πάνω από τις 15.000 μονάδες (+76%). Ο DAX της Γερμανίας, που επλήγη έντονα από την απώλεια του ρωσικού φυσικού αερίου, έχει ενισχυθεί κατά 67%, ενώ ο CAC της Γαλλίας, λιγότερο εκτεθειμένος, σημειώνει άνοδο 15%, με στήριξη από τους κλάδους πολυτελείας και άμυνας.
Οι μεγάλοι κερδισμένοι; Στις ΗΠΑ, εταιρείες τεχνολογίας όπως η Super Micro Computer (+1.067%) και η Nvidia (+671%) λόγω της έκρηξης της τεχνητής νοημοσύνης. Στην Ευρώπη, η Rheinmetall (+1.448%) εκμεταλλεύτηκε την αύξηση των αμυντικών δαπανών, ενώ ισχυρά κέρδη είχαν η UniCredit (+456%), η BBVA (+202%) και η Santander (+166%).
Η ρωσική οικονομία άντεξε χάρη στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και την ανακατεύθυνση των εξαγωγών ενέργειας προς την Ασία, με το ρούβλι να παραμένει σχεδόν σταθερό λόγω αυστηρών ελέγχων και συνεχιζόμενων εσόδων από πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Όμως, οι προοπτικές για το 2025 είναι ασθενέστερες, με το ΔΝΤ να προβλέπει ανάπτυξη μόλις 0,9%. Η ενέργεια αποτέλεσε βασικό δείκτη της γεωπολιτικής αστάθειας. Η τιμή του Brent, από τα 130 δολάρια το βαρέλι τον Μάρτιο του 2022, υποχώρησε στα 66,9 δολάρια – πτώση σχεδόν 48% – λόγω αύξησης παραγωγής από τον OPEC και ειδικά τη Σαουδική Αραβία. Κοντά 3,5 χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου, οι αγορές δείχνουν ότι μπορούν να προσαρμοστούν ακόμη και σε παρατεταμένες συγκρούσεις, μετατρέποντας τη γεωπολιτική αστάθεια σε επενδυτικές ευκαιρίες για συγκεκριμένους κλάδους, ενώ η πραγματική οικονομία και η κοινωνία συνεχίζουν να πληρώνουν το βαρύτερο τίμημα.