Σύμμαχοι και όχι αντίπαλοι

Εχετε αναλογιστεί πόσες φορές στη ζωή μας λέμε, ότι πρέπει να γίνει εκείνο ή το άλλο; Οτι πρέπει να είσαι καλό παιδί, ότι πρέπει να σηκώνεσαι κάθε πρωί από το κρεβάτι, ότι πρέπει κάθε πρωί να ξυρίζεσαι, ότι πρέπει να πας στη δουλειά σου, ότι πρέπει να αγοράσεις κάτι, ότι πρέπει να αγαπάς.

Από την άλλη μεριά υπάρχει μια άλλη λέξη – κλειδί στη ζωή μας, η λέξη «χρειάζεται». Αν συνθέσουμε τις ίδιες ακριβώς παραπάνω προτάσεις αντικαθιστώντας το «πρέπει» με το «χρειάζεται» και αν βάλουμε στο τέλος ένα ερωτηματικό, το αποτέλεσμα ίσως είναι αρκετά διαφορετικό. Για να δούμε. Χρειάζεται να είσαι καλό παιδί; Χρειάζεται να σηκώνεσαι κάθε πρωί από το κρεβάτι; Χρειάζεται να ξυρίζεσαι; Χρειάζεται να πας στη δουλειά σου; Χρειάζεται να αγοράσεις κάτι; Χρειάζεται να αγαπάς;

Αρκετές απαντήσεις στα «χρειάζεται» μπορεί να ταυτίζονται με τα «πρέπει», μπορεί όμως και όχι. Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι ότι στο μεν «πρέπει» δεν έχεις τη δυνατότητα επιλογής, στο δε «χρειάζεται» την έχεις. Ισως να μην το έχουμε παρατηρήσει, αλλά το «πρέπει», τελικά, δεν είναι κάτι δικό μας αλλά κάτι που μας επιβάλλεται, ένα είδος ενδοβολής, ενώ με το «χρειάζεται» αρχίζει να δουλεύει μέσα μας το εγώ και οι ευθύνες μας στην ουσία είναι περισσότερες, εφόσον εμείς καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις.

Ολα τα παραπάνω τα σκεφτόμουν τις προάλλες μιλώντας με έναν φίλο ψυχοθεραπευτή, τον Γιώργο, όχι όμως σε επαγγελματική συνεδρία αλλά πίνοντας έναν καφέ πολύ χαλαρά. Ο Γιώργος ήταν που με έβαλε σε σκέψεις (και στην πραγματικότητα ήταν εκείνος που ανέπτυξε όλα τα παραπάνω) με ένα απλό παράδειγμα. Καθόμουν σταυροπόδι και κρατούσα σφιχτά πάνω μου το τσαντάκι που κουβαλώ πάντα μαζί μου περασμένο στον ώμο. Ο φίλος με ρώτησε λοιπόν γιατί κάθομαι έτσι. Αισθάνθηκα αμηχανία και δεν ήξερα τι να απαντήσω. Και μετά μου έθεσε την ίδια ερώτηση λίγο διαφορετικά. «Πώς είναι, Γιάννη, να κάθεσαι σταυροπόδι με το τσαντάκι κολλημένο σφιχτά πάνω σου;».

Αμέσως ένιωσα λίγο διαφορετικά, κάπως πιο ελεύθερος και λιγότερο απολογητικός. Οταν είπα στον φίλο μου ότι ένιωσα διαφορετικά με τις δύο διαφορετικές ερωτήσεις ενώ το ερώτημα ήταν ακριβώς το ίδιο, μου εξήγησε τον λόγο. Το «γιατί» είναι στενό φιλαράκι του «πρέπει» και προκαλεί αυτό ακριβώς που ένιωσα. Μας φέρνει στη θέση του απολογουμένου. Αντιθέτως, η ερώτηση «πώς είναι να κάθεσαι έτσι;» δημιουργεί άλλου τύπου συναισθήματα, παρότι στην ουσία η ερώτηση είναι η ίδια, διατυπωμένη απλώς με διαφορετικό τρόπο.

Ετσι ακριβώς συμβαίνει όμως με τις έννοιες του «πρέπει» και του «χρειάζεται». Το «πρέπει» σε κάνει να νιώθεις σφιγμένος απέναντι στα πράγματα, σου ζητά να είσαι ετοιμόλογος, καλά προετοιμασμένος, σε ετοιμότητα. Το «χρειάζεται», από την άλλη μεριά, σε κάνει να νιώθεις πιο χαλαρός, πιο άνετος, εν τέλει πιο ελεύθερος. Επιστημονικά, το «πρέπει» ταυτίζεται με το υπερεγώ, ενώ το «χρειάζεται» έχει χρήση ατομική. Υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις στο «πρέπει».

Στο «πρέπει» βρίσκονται η μάνα μας, ο πατέρας μας, ο αόρατος εσωτερικός μας δάσκαλος, ο γονέας μέσα μας, το υπερεγώ. Το «πρόγραμμα», με άλλα λόγια, σύμφωνα με τους φροϊδικούς. Το «χρειάζεται» είναι απλώς ένα φιλαράκι, με το οποίο δεν θα κάνεις τίποτα βάσει σχεδίου, δεν έχεις να ακολουθήσεις κανένα πρόγραμμα.

Ομως το σημαντικότερο από την κουβέντα μου με τον Γιώργο ήταν ότι το «πρέπει» και το «χρειάζεται» δεν είναι ανάγκη, ντε και καλά, να βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Τα στρατόπεδα, εξάλλου, εμείς τα φτιάχνουμε. Αντιθέτως, θα μπορούσαν να είναι δύο έξυπνοι σύμμαχοι, να βρίσκονται διαρκώς σε έναν διάλογο, να αναζητούν ισορροπίες για την καλυτέρευση του δικού μας «είναι».

Ποια από τα «πρέπει» στ’ αλήθεια «χρειάζομαι» και ποια όχι; Ετσι, προκύπτει και ένα τρίτο μέλος στην παρέα, που είναι ο «λόγος». Το νόημα. Για ποιο λόγο χρειάζομαι εκείνο ή το άλλο; Και όταν δεν το χρειάζομαι, μπορώ να ακούσω και το «δεν πρέπει». Τότε ο άνθρωπος έρχεται σε μεγαλύτερη επαφή με την επίγνωσή του, άρα και με το «είμαι». Και έτσι το εγώ μας αποκτά μεγαλύτερη και ισχυρότερη δομή και καλυτερεύει τη ζωή παίρνοντας τη δική του ευθύνη.