Τίτλοι τέλους

Εγώ θα σας το πω αλλά εσείς μην το πείτε σε κανέναν. Θα σας παρεξηγήσουν, θα σας θεωρήσουν δυσοίωνο. Οπως θα θεωρήσετε κι εσείς εμένα. Η αλήθεια όμως είναι ότι σε αυτή την υπερπαραγωγή που λέγεται «ελληνικό καλοκαίρι» έχουν αρχίσει να πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Δεν το λέω εγώ, το λένε οι σκιές που μεγαλώνουν και η ημέρα που έχει μικρύνει αισθητά – σαράντα ημέρες πριν από τη φθινοπωρινή ισημερία η σχέση ημέρας και νύχτας είναι, περίπου, όπως στο τέλος Απριλίου. Τότε ακόμη που το καλοκαίρι ήταν σχέδια, προσδοκία, υποσχέσεις στον εαυτό μας και στους άλλους. «Φέτος θα κάνω αυτό, δεν θα κάνω το άλλο». Και πάλι έκανες όσα δεν ήθελες να κάνεις και δεν έκανες αυτά που είχες πείσει τον εαυτό σου ότι έπρεπε να κάνεις. Τι είναι άλλωστε το καλοκαίρι; Ενα μεγάλο λαμπερό άλλοθι για σκανταλιές. Οπως ακριβώς και όταν ήμασταν παιδιά. Με τη διαφορά ότι τώρα τις σκανταλιές τις λέμε αλλιώς. ΄Η μάλλον δεν τις ονοματίζουμε καθόλου.

Η πρώτη φουρνιά των εκδρομέων (παραθεριστές τούς λέγαμε κάποτε, αλλά παραθερισμός σημαίνει ξεκαλοκαίριασμα, δηλαδή δυόμισι μήνες και βάλε) έχει αρχίσει ήδη να επιστρέφει. Σου λέει «Καλύτερα στην Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο». Εν τω μεταξύ η Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο είναι χάλια. Σαν ένας τόπος εξορίας και απομόνωσης μακριά από την κορύφωση του θερινού θριάμβου. Σκέτη μελαγχολία. Αλλά και στους τόπους διακοπών η μελαγχολία του Δεκαπενταύγουστου έρχεται και σε βρίσκει στο δόξα πατρί. Είναι που ξέρεις ότι αύριο, μεθαύριο, σε τρεις, σε τέσσερις ημέρες θα πρέπει να φτιάξεις τη βαλίτσα της επιστροφής. Εκτός και αν αποφάσισες φέτος να κάνεις τις διακοπές ύστερα από τα μέσα Αυγούστου για να αποφύγεις αυτή τη μελαγχολία. Να φεύγεις όταν οι άλλοι επιστρέφουν. Κορόιδο πιάστηκες. Στα νησιά, το φυλλορρόημα του καλοκαιριού είναι χειρότερο απ’ ό,τι στην Αθήνα. Οι παραλίες αδειάζουν, οι ντόπιοι «ξεμπερδεύουν», κάποια μαγαζιά αρχίζουν να κλείνουν. Νιώθεις «εκτός τοπίου».

Εν τω μεταξύ, στο κινητό σου σκάνε οι πρώτες «χειμωνιάτικες» διαφημίσεις – σε εμένα συνέβη χθες. Νευριάζεις. Και μετά βλέπεις το αντηλιακό σου, που ούτε φέτος θα προλάβεις να τελειώσεις ολόκληρο το μπουκάλι, και συνειδητοποιείς για άλλη μια φορά ότι δεν πρέπει να τα βάζεις με τον χρόνο διότι πάντα θα χάνεις. Μην κοιτάς στα νιάτα μας. Τότε δεν είχαμε μεγάλο απόθεμα μνήμης και όσο λιγότερες οι μνήμες τόσο περισσότερο διαστέλλεται ο παρών χρόνος, γι’ αυτό και τα καλοκαίρια μάς φαίνονταν ατέλειωτα. Δεν μίκρυναν λοιπόν τα καλοκαίρια μας, εμείς μεγαλώσαμε και ασφυκτιούμε.

Αντε μωρέ, σας μελαγχόλησα. Και μελαγχόλησα κι εγώ. Κι εκεί έξω είναι ακόμη Αύγουστος. Θα πάω να κάνω μια βουτιά. Να μείνω όσο αντέχω κάτω από το νερό. Εκείνα τα μακρόσυρτα δευτερόλεπτα που χάνεις την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και του ίδιου σου του εαυτού. Κι όταν βγω στην επιφάνεια και πάρω ανάσα, δεν πα’ να ‘ναι και 28η Οκτωβρίου. Σας συμβουλεύω το ίδιο να κάνετε κι εσείς.