
Ο ελληνικός τουρισμός το καλοκαίρι του 2025 παρουσιάζει ένα σύνθετο σκηνικό, με τα συνολικά έσοδα και τις διεθνείς αφίξεις να ενισχύονται, ενώ τα ξενοδοχεία, ειδικά στην Αθήνα, βρίσκονται αντιμέτωπα με προκλήσεις ως προς τη μέση πληρότητα και τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο. Η αυξημένη παρουσία καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης εντείνει τον ανταγωνισμό, μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους των παραδοσιακών μονάδων φιλοξενίας.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες ανακοινώσεις της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών-Αττικής και Αργοσαρωνικού και τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ, καταγράφεται η διαφορά μεταξύ της γενικής αύξησης του τουριστικού ρεύματος και της δυσκολίας των ξενοδοχείων να διατηρήσουν υψηλή απόδοση. Παρά την ικανοποιητική εικόνα έναντι της Κωνσταντινούπολης, η Αθήνα υστερεί σε βασικούς δείκτες σε σχέση με ευρωπαϊκές μητροπόλεις όπως η Ρώμη, η Μαδρίτη και η Βαρκελώνη.
Για τα ξενοδοχεία της Αθήνας, ο Ιούλιος του 2025 λειτούργησε ως καμπανάκι ανησυχίας. Η μέση πληρότητα έπεσε στο 83,3% από 86,4% τον ίδιο μήνα το 2024, σημειώνοντας πτώση 3,6%. Σε σύγκριση μάλιστα με τον Ιούλιο του 2023, η μείωση αγγίζει το -5,7%. Η Μέση Τιμή Δωματίου (ADR) αυξήθηκε ελαφρώς (1,1%) στα 207,85 ευρώ, ωστόσο το έσοδο ανά διαθέσιμο δωμάτιο (RevPar) μειώθηκε κατά 2,5% στα 173,19 ευρώ.
Στασιμότητα στα ξενοδοχεία και διεθνής σύγκριση
Σε επίπεδο επταμήνου, τα ξενοδοχεία της Αθήνας διατήρησαν περίπου τα ίδια επίπεδα με το 2024, κυρίως λόγω των καλών επιδόσεων του πρώτου τριμήνου. Η μέση πληρότητα έκλεισε στο 75,8% (+0,4%), το ADR στα 176,18 ευρώ (+1,6%) και το RevPar στα 133,49 ευρώ (+2%). Ωστόσο, πιεσμένα εμφανίζονται τα ξενοδοχεία 3 αστέρων, όπου από τον Μάρτιο καταγράφεται σταθερή πτώση πληρότητας.
Συγκρίνοντας με ανταγωνίστριες πόλεις στο εξωτερικό, η Αθήνα παραμένει πάνω από την Κωνσταντινούπολη στους κύριους δείκτες, αλλά παραμένει πίσω από Βαρκελώνη, Μαδρίτη και Ρώμη. Στον δείκτη ADR, η Αθήνα είχε αύξηση 1,6%, όταν η Ρώμη σημείωσε 3%, η Μαδρίτη 4,9% και η Βαρκελώνη 2,4%. Στο RevPar, η Αθήνα είχε μείωση 2%, σε αντίθεση με την άνοδο 4,8% της Μαδρίτης, 1,3% της Βαρκελώνης και 2% της Ρώμης, ενώ η Κωνσταντινούπολη είχε μείωση 3%.
Σημαντική άνοδος στις αφίξεις και τα τουριστικά έσοδα
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2025 σημείωσαν αύξηση 11% συγκριτικά με το ίδιο διάστημα του 2024, φτάνοντας τα 7,66 δισ. ευρώ, σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ. Το θετικό αποτέλεσμα αποδίδεται τόσο στην αύξηση εισπράξεων από κατοίκους της Ε.Ε. (8,5%, στα 4,07 δισ.) όσο και από τρίτες χώρες (13,7%, στα 3,21 δισ. ευρώ). Ειδική μνεία αξίζει στη Γερμανία (άνοδος εισπράξεων 13,5%, 1,37 δισ. ευρώ), τη Γαλλία (+2,1%, 456 εκατ. ευρώ) και την Ιταλία (+9%, 345 εκατ. ευρώ). Ιδιαίτερα αυξημένες ήταν οι εισπράξεις από το Ηνωμένο Βασίλειο (+7,3%, 1,08 δισ. ευρώ) και τις ΗΠΑ, που εκτοξεύθηκαν κατά 29,4% φτάνοντας τα 704 εκατ. ευρώ.
Σημαντική πρόοδος παρατηρείται και στις διεθνείς αεροπορικές αφίξεις: Την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2025 έφτασαν τα 15,2 εκατομμύρια, αυξημένες κατά 5,3% (ή 769 χιλιάδες) σε σχέση με το 2024. Ιδιαίτερα δυναμική ήταν η Κρήτη με 3 εκατομμύρια αφίξεις (+4,2%), τα Δωδεκάνησα και τα Ιόνια Νησιά επίσης κινήθηκαν ανοδικά, ενώ μόνο οι Κυκλάδες εμφάνισαν μείωση 7,4% στις αφίξεις, στους 638 χιλιάδες επιβάτες.
Εκρηκτική άνοδος στη βραχυχρόνια μίσθωση
Παράλληλα, η αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης διευρύνεται ταχύτατα. Το πρώτο εξάμηνο του 2025, ο αριθμός των καταλυμάτων ξεπέρασε κάθε προηγούμενο φτάνοντας τα 246 χιλ. τον Ιούλιο – αριθμός ρεκόρ από τον Ιανουάριο 2019. Ακόμη πιο ενδεικτική είναι η άνοδος των διαθέσιμων κλινών, με τα αλλεπάλληλα ρεκόρ σε Μάιο, Ιούνιο και Ιούλιο και 1,08 εκατομμύρια διαθέσιμες κλίνες – αυξημένες κατά 57 χιλιάδες σε σχέση με το 2024.
Η έντονη αυτή δυναμική του τουρισμού συνοδεύεται από νέες προκλήσεις για την παραδοσιακή ξενοδοχειακή αγορά, αλλά και νέες προοπτικές, καθώς η Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί μια ιδιαίτερα ελκυστική επιλογή για διεθνείς επισκέπτες, παρά τις διαφοροποιήσεις στην απόδοση των επιμέρους τουριστικών κλάδων.