
Η εταιρεία-σύμβολο της τεχνολογικής εξέλιξης για πολλά χρόνια, Intel, όχι μόνο έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή επεξεργαστών αλλά έχει να αντιμετωπίσει και τις επικρίσεις του προέδρου των ΗΠΑ. Το πρωί της 7ης Αυγούστου, ο Τραμπ ανάρτησε στο Truth Social: «Ο διευθύνων σύμβουλος της INTEL πρέπει να παραιτηθεί, αμέσως. Δεν υπάρχει άλλη λύση σε αυτό το πρόβλημα. Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας!». Η δήλωση αυτή πυροδότησε θύελλα, φέρνοντας στο φως επιστολή του γερουσιαστή Tom Cotton προς το διοικητικό συμβούλιο της Intel, σύμφωνα με την οποία ο CEO Lip-Bu Tan «φέρεται να ελέγχει δεκάδες κινεζικές εταιρείες» και συνδέεται με παραβίαση κανόνων αμερικανικών ελέγχων εξαγωγών.
Σε απάντηση, ο Tan υποστήριξε προς τους εργαζόμενους της Intel ότι ενεργούσε «πάντα σύμφωνα με τα υψηλότερα νομικά και ηθικά πρότυπα», ενώ η εταιρεία διαβεβαίωσε τη συνέχιση της συνεργασίας της με την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, η μετοχή της σημείωσε πτώση 5%, επιβεβαιώνοντας την αβεβαιότητα που επικρατούσε για το μέλλον της.
Η απώλεια της τεχνολογικής πρωτοκαθεδρίας της Intel
Η σημερινή κρίση δεν ήρθε από το πουθενά. Η παρακμή της Intel ξεκίνησε σχεδόν πριν από δύο δεκαετίες, όταν σειρά εξαγορών — κυρίως στον τομέα τηλεπικοινωνιών και ασύρματης τεχνολογίας — δεν απέδωσαν καρπούς. Ο David Yoffie, καθηγητής του Harvard και πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Intel, τόνισε: «Το 100% αυτών των εξαγορών απέτυχαν. Ξοδέψαμε 12 δισεκατομμύρια δολάρια και η απόδοση ήταν μηδενική ή αρνητική».
Η αποτυχία δεν περιορίστηκε στις εξαγορές. Η Intel έχασε καθοριστικές ευκαιρίες στην αγορά των κινητών τηλεφώνων. Παρά την αρχική συνεργασία με την BlackBerry και τη βρετανική Arm, η στρατηγική στροφή προς την αποκλειστική χρήση της αρχιτεκτονικής x86 αποδείχθηκε καταστροφική. Όπως παραδέχονται πρώην στελέχη, «τα κάναμε θάλασσα».
Με την πάροδο των χρόνων, προστέθηκαν και άλλα προβλήματα: χάθηκαν μερίδια αγοράς, η εταιρεία εγκατέλειψε εντελώς τα chips για smartphones, ενώ διαδοχικές αλλαγές στη διοίκηση δεν κατάφεραν να σταματήσουν την υστέρηση απέναντι σε ανταγωνιστές όπως η TSMC και η Samsung. Το 2021, για πρώτη φορά στην ιστορία της, η Intel βρέθηκε δύο τεχνολογικές γενιές πίσω.
Γεωπολιτική, εθνική ασφάλεια και το μέλλον της βιομηχανίας chips
Η στρατηγική σημασία της Intel ωστόσο παραμένει κομβική. Είναι η μοναδική αμερικανική εταιρεία που διατηρεί τεχνογνωσία για την παραγωγή κορυφαίων chips εντός ΗΠΑ. Τα τελευταία χρόνια όμως, η πρωτοπορία έχει περάσει στη TSMC και τη Samsung, οι οποίες παράγουν τα ισχυρότερα chips του κόσμου στην Ταϊβάν και τη Νότιο Κορέα.
Αντιλαμβανόμενο τον κίνδυνο, το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε τον CHIPS and Science Act το 2022, προσφέροντας δισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις και δάνεια για την ανάπτυξη εργοστασίων και υποδομών εντός ΗΠΑ, με την Intel να λαμβάνει το μεγαλύτερο πακέτο χρηματοδότησης — περίπου 8 δισ. δολάρια. Ωστόσο, τα κεφάλαια εκταμιεύονται σταδιακά και μόνο μετά την επίτευξη συγκεκριμένων ορόσημων.
Αναλυτές της αγοράς, όπως ο Gaurav Gupta (Gartner) και ο Alvin Nguyen (Forrester), επισημαίνουν ότι η Intel είχε τη χρυσή ευκαιρία να ανακάμψει με τη διεκδίκηση κυβερνητικών επιδοτήσεων, αλλά έχασε το momentum λόγω διοικητικών αστοχιών και τεχνολογικής υστέρησης.
Με τη σκιά της παραίτησης Tan να πλανάται, η αγορά διερωτάται ποιος θα αναλάβει να ηγηθεί την Intel σε μια εξαιρετικά απαιτητική περίοδο. «Ποιος θα μπορούσε να θέλει αυτή τη δουλειά;» τονίζει η αναλύτρια Stacy Rasgon, επισημαίνοντας την τεράστια πίεση και τις πολιτικές προεκτάσεις της υπόθεσης. Υφίστανται απόψεις για ριζική αναδιάρθρωση της εταιρείας, με αποσχηματισμό του κατασκευαστικού τομέα σε ανεξάρτητη οντότητα, ώστε να διασφαλιστεί η αμερικανική κυριαρχία στην παραγωγή chips.
Η επόμενη μέρα για τον τεχνολογικό γίγαντα
Η παρέμβαση Τραμπ έφερε στο πολιτικό προσκήνιο τον ρόλο της Intel στην εθνική ασφάλεια. Η ανάγκη μιας αξιόπιστης αλυσίδας εφοδιασμού σε κορυφαία chips θεωρείται κρίσιμη για τη γεωπολιτική υπεροχή των ΗΠΑ. Παρόλο που η TSMC επενδύει στην κατασκευή εργοστασίων στην Αριζόνα με αμερικανικές επιδοτήσεις, δεν είναι αμερικανική εταιρεία και, όπως τονίζουν ειδικοί, «η κορυφαία τεχνολογία της TSMC δεν έρχεται στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή». Η Intel παραμένει ο μοναδικός υποψήφιος για την κάλυψη αυτού του στρατηγικού κενού.
Όμως, η Intel καλείται να αποδείξει ότι μπορεί πραγματικά να ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Η αναγνώριση των προβλημάτων είναι απλώς το πρώτο βήμα. Η ικανότητα να τα λύνει θα κρίνει αν θα παραμείνει ουσιαστική για την ασφάλεια και την τεχνολογική ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών.